

Τη νέα πρόταση της ΕΑΕΕ για εργοδοτικές εισφορές στο ΤΕΑ ΕΑΠΑΕ, που δεν θα ξεπερνούν το 11% επί της μισθοδοσίας, παρουσίασαν ο Πρόεδρος της ΕΑΕΕ, κ. Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου, ο Γενικός Γραμματέας, κ. Δημήτρης Μαζαράκης, και η Γενική Δ/ντρια, κα Μαργαρίτα Αντωνάκη, σε συνέντευξη Τύπου που έλαβε χώρα χτες, 31 Μαΐου, στα γραφεία της Ένωσης.
Η πρόταση
Όπως ανέφερε ο Πρόεδρος της ΕΑΕΕ, η Γενική Συνέλευση των μελών της ΕΑΕΕ, που πραγματοποιήθηκε μια μέρα πριν, αποφάσισε να στηρίξει το Ταμείο, λαμβάνοντας υπόψη τέσσερις προϋποθέσεις: τη βιώσιμότητά του, τη σωστή και σύγχρονη διακυβέρνησή του, την προστασία, στο μέτρο του δυνατού, των συνταξιούχων και όσων έχουν ώριμα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, καθώς και τη βιωσιμότητα των ίδιων των ασφαλιστικών εταιρειών.
Στη κατεύθυνση αυτή, εγκρίθηκε πρόταση (η οποία έχει ήδη κατατεθεί στη διοίκηση του ΤΕΑ ΕΑΠΑΕ, με χρονικό περιθώριο 7 ημερών για να απαντήσει), σύμφωνα με την οποία οι εισφορές θα υπολογίζονται βάσει μίας φόρμουλας που θα λαμβάνει υπόψη το 6% επί της μισθοδοσίας και το 40% επί των παλαιών εισφορών. Αυτό θα ανάγεται επί της μισθοδοσίας σε ποσοστό που δεν μπορεί να υπερβαίνει το 11% και να πέφτει κάτω από το 6%-7%. Θα είναι δε εγγυημένη η καταβολή των εισφορών αυτών για τα επόμενα 10 χρόνια. Παράλληλα, όμως, η ΕΑΕΕ ζητά:
Το εναλλακτικό σχέδιο
Σύμφωνα με το εναλλακτικό σχέδιο της ΕΑΕΕ, με αναδρομική ισχύ από 1/1/2016, οι συνολικές εισφορές 11% (οι οποίες υπολογίζονται γύρω στα 22 εκατ. ευρώ) θα κατανέμονται ως εξής:
Όπως αναφέρθηκε, για να ολοκληρωθεί το παραπάνω σχέδιο απαιτείται μία αναλογιστική μελέτη (η οποία εκτιμάται ότι μπορεί να είναι έτοιμη μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου), αλλά και να ξεπεραστούν κάποια εμπόδια, όπως το πώς θα μεταφερθούν στους συνταξιούχους οι πρόσθετες παροχές και πώς θα εξασφαλιστούν φορολογικές ελαφρύνσεις, θέματα για τα οποία βεβαίως τον λόγο έχει η Πολιτεία και η Κυβέρνηση. Οι εκπρόσωποι της ΕΑΕΕ επεσήμαναν ότι θέλουν να υπάρξει συμφωνία, με τον κ. Σαρρηγεωργίου να τονίζει: «Διανύσαμε τεράστιο δρόμο υποχωρήσεων για να βρεθεί μια λύση. Δεν βρήκαμε αντίστοιχες υποχωρήσεις από την άλλη πλευρά, ούτε ένα εκατοστό. Εμείς βάζουμε ένα ποσό σε μια παρά πολύ δύσκολη περίοδο και μάλιστα δεσμευόμαστε για τα επόμενα 10 χρόνια, τα οποία δεν ξέρουμε πώς θα είναι, ούτε ξέρουν οι εταιρείες πού θα βρίσκονται και τι θα κάνουν».
Στο ίδιο μήκος κύματος ο κ. Μαζαράκης χαρακτήρισε την πρόταση «υπερβολικά υψηλή και γενναιόδωρη», ειδικά σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από «την ύφεση, το PSI που στοίχισε πάνω από 3 δις στις ασφαλιστικές, το solvency II, τα χαμηλά επιτόκια, τα οποία έχουν συρρικνώσει σημαντικά τα έσοδα των ασφαλιστικών εταιρειών, με τον τζίρο, δηλαδή τα ασφάλιστρα, να έχουν μειωθεί κατά 36% περίπου, και τις επενδύσεις κατά 70%». Ο ίδιος τόνισε ότι «ειδικά όσοι από εμάς έχουμε πολυεθνικούς μετόχους δεν είναι εύκολο να δικαιολογήσουμε τόσο υψηλές εισφορές όπως το 11%», υπογραμμίζοντας, ωστόσο, ότι το πιο σημαντικό είναι η σωστή διακυβέρνηση. «Δεν βάζουμε νερό στο κρασί μας όσον αφορά τη σωστή διακυβέρνηση του ταμείου»,είπε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας ότι «στην πλειοψηφία των ταμείων η διοίκηση γίνεται από αυτούς που βάζουν τα λεφτά. Και γίνεται από ειδικούς ή από ανεξάρτητους, που εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα, τη διαφάνεια και τη σωστή λειτουργία. Το συγκεκριμένο ταμείο πρέπει να γίνει μοντέλο όχι μόνο για την ασφαλιστική αγορά αλλά για την ελληνική οικονομία».
Και στο σημείο αυτό δεν έχουμε παρά να συμφωνήσουμε με τον κ. Μαζαράκη. Το Ταμείο αυτό θα πρέπει να γίνει μοντέλο προς μίμηση. Ωστόσο, το γεγονός ότι ερίζουν γι’ αυτό εργοδότες και εργαζόμενοι από το 2012 που ιδρύθηκε με τη σημερινή μορφή του σε καμία περίπτωση δεν βοηθά την έξωθεν καλή μαρτυρία του ασφαλιστικού κλάδου, που θέλει να αναλάβει μεγαλύτερο ρόλο στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας.
Το γεγονός ότι η διευθέτηση του θέματος δεν ολοκληρώνεται και οι δύο πλευρές δεν καταλήγουν σε συμφωνία κάνει τις ασφαλιστικές εταιρείες, από τη μια, να δείχνουν όλο αυτό το διάστημα ως οι κακοί εργοδότες που με τις προτάσεις τους θέλουν να «απομακρύνουν το Ταμείο πλήρως από τις έννοιες της κοινωνικής αλληλεγγύης και ασφάλισης» (βλ. ανακοίνωση της ΟΑΣΕ 27/12/15). Οι εργαζόμενοι, από την άλλη, δείχνουν να μην εμπιστεύονται και να αμφισβητούν τον θεσμό της ιδιωτικής ασφάλισης τον οποίον υπηρετούν και από τον οποίο βιοπορούν.
Δεν θα μπούμε στη διαδικασία να πούμε ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο –σε τέτοιες περιπτώσεις συνήθως η αλήθεια είναι κάπου στη μέση– ούτε αν είναι καλύτερα προστατευμένοι οι εργαζόμενοι και οι εισφορές τους από ένα ταμείο που συνδυάζει τον 1ο και τον 2ο πυλώνα ή ένα ταμείο που συνδυάζει τον 2ο με τον 3ο –αυτό είναι εν πολλοίς και θέμα οικονομικής θεωρίας ή ακόμα και κοσμοαντίληψης.
Για το αν υπήρξαν ή όχι υποχωρήσεις, είναι ένα θέμα στο οποίο και η άλλη πλευρά, αυτή των εκπροσώπων των εργαζομένων, θα πρέπει να τοποθετηθεί.
Εμείς θα θέλαμε να δώσουμε μια άλλη διάσταση: Ένα “ταμείο πρότυπο” θα περιλαμβάνει μόνο τους 7.500 εργαζόμενους με μισθωτή σχέση εργασίας; Ποιος θα ασχοληθεί και με όλους αυτούς τους “ενοικιαζόμενους” ή/και με άλλες ελαστικότατες μορφές εργασίας εργαζόμενους, που με γεωμετρική πρόοδο αυξάνονται και στη δική μας αγορά;