

Συνέντευξη στη Δήμητρα Καζάντζα
Ρ.Σ.: Ήταν κάτι που το ήθελα από παιδί. Η οικογένειά μου δεν είχε σχέση με τον καλλιτεχνικό χώρο, άσχετα αν τα άτομα που την απαρτίζουν έχουν καλλιτεχνικές ευαισθησίες και ταλέντα. Βέβαια, όταν έλεγα στους γονείς ότι θα γίνω ηθοποιός όταν μεγαλώσω, αντιδρούσαν. Οπότε έγραψα καλά στις Πανελλήνιες, πέρασα στο Μαθηματικό, αλλά με έτρωγε… Ήρθα σε πιο άμεση επαφή με τον καλλιτεχνικό χώρο μέσω κάποιας παρέας και σχεδίαζα, μόλις τελειώσω τη σχολή, να ασχοληθώ πιο ενεργά. Μέχρι που κάτι κακό για έναν άνθρωπο, φώτισε έναν άλλο. Έχασα έναν πάρα πολύ αγαπημένο μου φίλο, ο οποίος ήθελε επίσης να γίνει ηθοποιός. Ονειρευόμασταν να τελειώσουμε εκείνος την ΑΣΟΕΕ και εγώ το Μαθηματικό, και μετά να κάνουμε το όνειρό μας πραγματικότητα. Εκείνος δεν πρόλαβε. Κι αυτό για μένα ήταν καθοριστικό. Εξέθεσα τον εαυτό μου στους πάντες εκείνη τη χρονιά και είπα τέλος, θα κάνω αυτό που θέλω. Κι από τότε αυτό πιστεύω και λέω στα παιδιά μου και γενικά στους νέους ανθρώπους: Κάνε αυτό που θες. Πήγαινε εκεί που νιώθεις καλά. Δύσκολο; Δύσκολο. Αν αυτό είναι που θέλεις, που αγαπάς, θα παλέψεις με άλλο τρόπο, με άλλα κουράγια, και θα το πετύχεις.
Ρ.Σ.: Η δουλειά μας είναι μία, του ηθοποιού. Όσο με αφορά, ευτυχώς μου έχουν πάει καλά τα πράγματα. Στο θέατρο έχω δουλέψει σε πολύ ωραίες παραστάσεις. Τελειώνοντας τη σχολή, η πρώτη μου δουλειά ήταν με τον Λευτέρη Βογιατζή και μάλιστα στην Αντιγόνη, σε μια πρώτη απόπειρα παράστασης αρχαίου δράματος σε κλειστό χώρο. Μια παράσταση που βγήκε στο εξωτερικό, έχει τιμηθεί και ήταν μια τρομερή σπουδή. Κινηματογράφο έχω κάνει λίγο, αλλά τον λατρεύω. Θέλω να κάνω κινηματογράφο. Θεωρώ ότι γίνεται σπουδαία δουλειά. Στην τηλεόραση, έχω κάνει επίσης πολύ ωραίες δουλειές. Όλες τις έχω αγαπήσει, ακόμα και αυτές που αδικήθηκαν όσον αφορά την ακροαματικότητα. Πρόλαβα, βέβαια, τις καλές στιγμές της, γιατί υπήρξε και μία περίοδος που επικρατούσε μεγάλη προχειρότητα. Κάτι πάει να αλλάξει το τελευταίο διάστημα και μακάρι!
Δεν σας κρύβω ότι αρχικά τη σνόμπαρα την τηλεόραση, γιατί ήμουν ολοκληρωτικά ταγμένη στο θέατρο, αλλά αν τη γνωρίσεις καταλαβαίνεις ότι είναι ένα πολύ δύσκολο μέσο. Σε εκπαιδεύει η τηλεόραση, αλλά μπορεί να σε κάνει και δέσμιο της εικόνας σου. Γι’ αυτό είναι καλό ένας ηθοποιός με το που βγαίνει από τη σχολή να μην κάνει αμέσως τηλεόραση.
Ρ.Σ.: Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση και στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο. Δεν υπάρχει συνέχεια. Αυτό που καθορίζει τι θα κάνεις καθημερινά είναι οι χώροι. Οπότε καλείται ο ηθοποιός να κρατάει μία συνέχεια εσωτερική, έτσι ώστε να κάνει το πέρασμα από τις απαιτήσεις των σκηνών του 1ου επεισοδίου, για παράδειγμα, σε αυτές του 4ου, που μπορεί να γυρίζονται στον συγκεκριμένο χώρο. Γι’ αυτό είπα και πριν ότι είναι σημαντικό ένας ηθοποιός να έχει κάνει θέατρο πριν βγει στην τηλεόραση. Ούτως ή άλλως η αδρεναλίνη μας βρίσκεται στα ύψη. Χρειάζεται να διαθέτουμε ετοιμότητα, συγκέντρωση και ακόμα περισσότερο όταν κάνεις τηλεόραση ή κινηματογράφο. Ο ηθοποιός που έχει κάνει θέατρο, είναι πιο εκπαιδευμένος σε αυτό. Αν δεν έχει την θεατρική εμπειρία, αυτή αντικατοπτρίζεται και στη δουλειά του στην τηλεόραση. Γι’ αυτό βλέπουμε συχνά σειρές που αποπνέουν προχειρότητα.
«Κάνε αυτό που θες. Πήγαινε εκεί που νιώθεις καλά. Δύσκολο; Δύσκολο. Αν αυτό είναι που θέλεις, που αγαπάς, θα παλέψεις με άλλο τρόπο, με άλλα κουράγια, και θα το πετύχεις».
Ρ.Σ.: Ναι, γιατί η κάθε μέρα είναι μία άλλη μέρα. Καταρχάς, είσαι σε απευθείας επαφή με τον θεατή –γιατί θέατρο χωρίς θεατή δεν νοείται. Δημιουργούνται άλλες ενέργειες καθημερινά. Έχεις να κάνεις το ίδιο πράγμα σε κάθε παράσταση, αλλά κάθε φορά πρέπει να του δίνεις ζωή από την αρχή. Και η ζωή που παίρνει ο ρόλος, οι ανάσες που παίρνει ο ηθοποιός έχουν να κάνουν και με τις ανάσες του κοινού. Ενώ η τηλεόραση και ο κινηματογράφος είναι αλλιώς. Οι σκηνές καταγράφονται. Στο θέατρο τίποτα δεν καταγράφεται. Είναι η στιγμή και έφυγε. Κι εκεί είναι η μαγεία! Επίσης, το θέατρο είναι ανοιχτό. Μπορεί να σου δώσει τη δυνατότητα να κάνεις μεγάλες βουτιές. Εκτίθεσαι μπροστά στον θεατή καθημερινά. Να μία ακόμα διαφορά με την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Εκεί έχεις την εικόνα μου μόνο, που μπορεί να σου αρέσει ή όχι. Στο θέατρο έχεις απευθείας εμένα. Είμαι και το εργοστάσιο και το προϊόν μαζί. Η θετική ή η αρνητική αντίδραση του θεατή έρχεται κατευθείαν πάνω μου. Σκάει σαν κύμα. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε και να νιώθουμε καλά με αυτή την αίσθηση της καθημερινής έκθεσης, αλλά αυτό είναι και το γοητευτικό.
Ρ.Σ.: Είμαστε τόσες προσωπικότητες όλοι μας! Όλοι μας έχουμε πολλά μικρά παραθυράκια μέσα μας. Λόγω χαρακτήρα, λόγω γονιδίων, λόγω των συνθηκών που έχουμε ζήσει, κάποια έχουν ανοίξει, πολλά όμως είναι ακόμα κλειστά μέσα μας. Και μπορεί να συμβεί κάτι, να συναντήσεις κάποιον, στην προκειμένη περίπτωση τον ρόλο, που να προκαλέσει μία αντίδραση η οποία να σε καταπλήξει. Η Μωντ (σ.σ.: η ηρωίδα που ενσαρκώνει στο «Σημάδια στην Ομίχλη») φώτισε πλευρές μέσα μου. Αυτή είναι η μαγεία της δουλειάς μας. Μια μαγεία που τη μοιραζόμαστε καθημερινά με τον θεατή.
Ρ.Σ.: Ναι, είναι σαν νυστέρι. Πλησιάζεις τον ρόλο, σου δίνει, αλλά του δίνεις κι εσύ. Κάπου συναντιέσαι μαζί του. Ψάχνεις συνέχεια να βρεις κοινά στοιχεία. Το ότι ένας ρόλος σε ερεθίζει τόσο, σου δημιουργεί τέτοια συγκίνηση, σε βάζει στη διαδικασία να το ψάξεις ακόμα περισσότερο. Ανακαλύπτεις συνεχώς πράγματα όχι μόνο στις πρόβες, αλλά ακόμα και την ώρα της παράστασης, ακόμα και όταν έχει τελειώσει η παράσταση. Όσο διαρκούν οι παραστάσεις κουβαλάω την ηρωίδα μέσα μου. Ειδικά η συγκεκριμένη τύπισσα, η Μωντ, με ελευθερώνει πάρα πολύ. Την έχω αγαπήσει. Είναι τόσο καθαρός άνθρωπος –και είναι τόσο σπάνιο αυτό! Και αν σημαίνει κάτι για μένα, δεν μπορεί να μη σημαίνει και για κάποιον από τους θεατές. Ε, αυτό θέλω να το μοιραστώ μαζί τους.
«Συχνά τοποθετούμε τους ανθρώπους σε πολύ συγκεκριμένα πλαίσια, με βάση την εικόνα τους, το φαίνεσθαι. Και αναρωτιέσαι: το ταλέντο, για να αναγνωριστεί, χρειάζεται συγκεκριμένο χώρο και κοστούμι;»
Ρ.Σ.: Όταν ανεβαίνεις πάνω στη σκηνή είναι η κορύφωση. Εκεί αναμετριέσαι με το τέρας που έχεις μέσα σου. Έχεις μία υποχρέωση απέναντι στον εαυτό σου, στον ρόλο σου, στο έργο, στους ανθρώπους που ήρθαν να σε δουν. Όσο παίζεις είσαι αφύλαχτος, είσαι ανοιχτός, με το “οπλοστάσιό” σου βεβαίως. Γιατί αυτό που βλέπει ως τελικό αποτέλεσμα ο θεατής, που δείχνει κάποιες φορές τόσο εύκολο, έχει βασιστεί σε μία αυστηρά πειθαρχημένη προετοιμασία. Πρέπει να ξέρεις τι κάνεις, έτσι ώστε να μπορείς να “φύγεις” και να συμπαρασύρεις και τον θεατή μαζί σου. Επίσης και ο θεατής έχει ρόλο σε μια παράσταση. Είναι κι αυτός υπεύθυνος γι’ αυτό που θα δει και γι’ αυτό που θα πάρει. «Τι ωραία ενέργεια που μας δώσατε», μας λένε πολλοί στα παρασκήνια. Μα και ο θεατής δίνει ενέργεια σε εμάς. Είμαστε όλοι μέσα στην παράσταση.
Ρ.Σ.: Εξαρτάται από τον ρόλο, αλλά κυρίως από το “οπλοστάσιο” που διαθέτει ο καθένας μας, που είναι διαφορετικό. Στο «Μια κανονική μέρα», έναν πολύ δυνατό μονόλογο που είχα ανεβάσει το 2013-2014, και είχε να κάνει με μια υπόθεση αυτοχειρίας, ήταν δύσκολο. Αλλά καθώς οι θεατές έμπαιναν μέσα σε όλο αυτό που διαδραματιζόταν στη σκηνή, στο τέλος κάθε παράστασης αποφορτιζόμουν μαζί τους. Ήταν ένα πράγμα σκοτεινό, που γινόταν φωτεινό στο τέλος. Είναι μέρος της δουλειάς μας. Παίζει ρόλο και η εμπειρία που κουβαλάει ο καθένας. Το σίγουρο είναι ότι πρέπει να κρατάς το μυαλό σου σε εγρήγορση και να είσαι εξωστρεφής. Ο ηθοποιός, για μένα τουλάχιστον, δεν πρέπει να είναι “αερικό”. Είναι εργάτης, πρέπει να είναι ανοιχτός προς τον κόσμο. Ένα πόδι που μπορεί να κουνηθεί την ώρα που παίζεις, κάτι που μπορεί να πέσει κάτω, ένα κινητό που μπορεί να χτυπήσει (πολύ κακώς) εκείνη τη στιγμή, εσύ το αντιλαμβάνεσαι. Δημιουργεί μια ενέργεια στον χώρο. Μπορεί να δημιουργήσει π.χ. μία παύση. Το θέμα είναι πώς θα την εντάξεις σε όλο αυτό που κάνεις. Και ταυτόχρονα να μείνεις συγκεντρωμένος.
Ρ.Σ.: Βεβαίως! Δεν φοβάμαι να πω όχι. Ειδικά στο θέατρο, δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα κάνω κάτι απλά για να υπάρχω. Βέβαια, εάν δεν είχα να φάω, δεν ξέρω πώς θα ήταν τα πράγματα. Αλλά αγαπάω τόσο πολύ αυτή τη δουλειά, που δεν μπορώ να υποχρεώσω τον εαυτό μου σε μία συνθήκη στην οποία δεν θα αισθάνομαι καλά. Θα επέλεγα μάλλον να κάνω κάτι άλλο. Άλλωστε, τη δουλειά δεν τη φοβάμαι. Ο πατέρας μου φούρναρης ήταν. Έχω δουλέψει πολύ μαζί του και του το οφείλω, γιατί μαθαίνεις πάρα πολλά πράγματα άμα δουλεύεις από μικρός. Μαθαίνεις να εκτιμάς τους ανθρώπους. Όλοι οι άνθρωποι είναι σημαντικοί και όλες οι δουλειές. Συχνά τοποθετούμε τους ανθρώπους σε πολύ συγκεκριμένα πλαίσια, με βάση την εικόνα τους, το φαίνεσθαι. Και αναρωτιέσαι: το ταλέντο, για να αναγνωριστεί, χρειάζεται συγκεκριμένο χώρο και κοστούμι;
Ρ.Σ.: Το έργο είναι του Stephen Sachs και παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε μετάφραση-σκηνοθεσία του Λεωνίδα Παπαδόπουλου. Διαδραματίζεται στο Bakersfield της Καλιφόρνια, σε ένα πάρκο με κοντέινερς. Εκεί ζει η Μωντ Γκούντμαν, η ηρωίδα μου, μία άνεργη μπαργούμαν. Της αρέσει να αγοράζει αντικείμενα από παλιατζίδικα και second hand μαγαζιά ή να μαζεύει πράγματα από τα σκουπίδια. Είναι ένας άνθρωπος που δίνει μια δεύτερη ευκαιρία στα πράγματα. Αυτή δεν είχε ποτέ στη ζωή της δεύτερη ευκαιρία! Κάποια στιγμή αγοράζει από ένα παλιατζίδικο για τρία δολάρια έναν πίνακα, που μπορεί να ανήκει στον Jackson Pollock, τον μεγαλύτερο ίσως ζωγράφο της Αμερικής, εκπρόσωπο του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και επινοητή της τεχνικής του dripping painting. Η ηρωίδα μου, προκειμένου να αποδείξει την αυθεντικότητα του πίνακα, απευθύνεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, για να έρθει ένας κριτικός τέχνης να τον εκτιμήσει. Πράγματι έρχεται ένας μέντορας της κριτικής, ο Λάιονελ Πέρσι –τον υποδύεται ο Νίκος Παντελίδης. Το έργο εξελίσσεται με άξονα τη συνάντηση αυτών των δύο διαφορετικών ανθρώπων, μιας γυναίκας του περιθωρίου και ενός εκπροσώπου της ελίτ της τέχνης, ο οποίος, μάλιστα, μπαίνοντας σε όλο αυτό το περιθωριακό σκηνικό, έχει προαποφασίσει ότι ο πίνακας που πρόκειται να δει δεν είναι αυθεντικός.
Το έργο βασίζεται στην αληθινή ιστορία της Τέρι Όρτον, η οποία επί 22 χρόνια προσπαθούσε να αποδείξει ότι ο πίνακας που είχε στην κατοχή της ήταν έργο του Jackson Pollock. Ο Sacks έφτιαξε ένα συγκινητικό έργο, στηριζόμενος σε αυτή την ιστορία.
Ρ.Σ.: Το καταπληκτικό, για μένα, αυτού του έργου είναι ότι δεν έχει κανένα διδακτισμό. Σε βάζει μπροστά σε πολλά ερωτήματα. Για παράδειγμα, μπορεί η τέχνη να σώσει τον κόσμο, να τον κάνει καλύτερο, όταν κρατάει τόσο ελιτίστικη και υπεροπτική στάση απέναντί του; Ποιο είναι το κριτήριο της αυθεντικότητας; Πώς μπορείς να κρίνεις ότι ένα πράγμα είναι αληθινό; Τι είναι, εντέλει, αληθινό; Μήπως η αλήθεια είναι κάτι προσωπικό για τον καθένα; Ποιος ή τι καθορίζει την αξία ενός πράγματος και κυρίως ενός ανθρώπου; Ο τρόπος που ντύνεται; Τα λεφτά που έχει στην τσέπη του; Το επίπεδο της μόρφωσής του; Η Μωντ, για παράδειγμα, δεν ενδιαφέρεται για τα εκατομμύρια που μπορεί να αξίζει ο πίνακας. Έχει κάνει μια πολύ προσωπική προβολή σε αυτόν, που συνδέεται με ένα πολύ μεγάλο δράμα στη ζωή της. Το μόνο που θέλει είναι να αναγνωριστεί η αξία του. Δεν την ενδιαφέρει η τιμή. Γιατί άλλο η αξία και άλλο η τιμή. Οι αναγνώστες σας, ως ασφαλιστές, νομίζω ότι αντιλαμβάνονται καλύτερα τη διαφορά.
«Και εμείς και οι ασφαλιστές δίνουμε καθημερινά εξετάσεις, μπροστά στον θεατή, μπροστά στον πελάτη. Είμαστε καθημερινά υπό έκθεση, πρέπει να τους κάνουμε να μας εμπιστευθούν. Και είναι επίσης και τα δύο καριερίστικα επαγγέλματα. Δεν είναι ασφαλή επαγγέλματα, άσχετα αν προσφέρουν ασφάλεια και στήριξη».
Ρ.Σ.: Και εμείς και οι ασφαλιστές δίνουμε καθημερινά εξετάσεις, μπροστά στον θεατή, μπροστά στον πελάτη. Είμαστε καθημερινά υπό έκθεση, πρέπει να τους κάνουμε να μας εμπιστευθούν. Η μελέτη της συμπεριφοράς του άλλου πρέπει να είναι συνεχής. Δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις με τον ίδιο τρόπο όλους. Πρέπει να ακούς τον άλλον, να τον οσμίζεσαι, να δεις με τι άνθρωπο έχεις να κάνεις. Το ίδιο κάνει και ο ηθοποιός. Και είναι επίσης και τα δύο καριερίστικα επαγγέλματα. Δεν είναι ασφαλή επαγγέλματα, άσχετα αν προσφέρουν ασφάλεια και στήριξη.
Αυτή η αντίληψη που υπήρχε, του ασφαλιστή-dealer, νομίζω ότι έχει αρχίσει σιγά σιγά και καταρρίπτεται. Άλλωστε, η δουλειά του είναι επιστήμη. Συνδυάζει μάλιστα δύο επιστήμες, τα οικονομικά και την ψυχολογία. Επίσης, πρέπει να είναι ένα ανοιχτό πλάσμα. Να είναι δοτικός. Τη δουλειά του ασφαλιστή, αν δεν την αγαπάς, αποκλείεται να την κάνεις καλά –και εδώ εντοπίζω μία ακόμα ομοιότητα με εμάς τους ηθοποιούς– και αξίζει να την αγαπάς γιατί είναι μια σπουδαία δουλειά. Δεν μπορεί να την κάνει ο οποιοσδήποτε. Τους θαυμάζω.
Ρ.Σ.: Είναι καθαρά οικονομικοί οι λόγοι. Η αγορά είναι μικρή, τα θέατρα συγκεκριμένα, η τηλεόραση για κάποια χρόνια είχε σταματήσει να κάνει δουλειές και να πληρώνει όσες έκανε. Ο ηθοποιός, όμως, για να υπάρχει, πρέπει να ανέβει στη σκηνή, να παίξει. Οπότε δημιουργεί μικρές ομάδες, και για να εκφραστεί αλλά και για να επιβιώσει μέσω της δουλειάς του. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο που έχουν δημιουργηθεί τόσοι χώροι και τόσες πολλές παραστάσεις. Υπάρχει θέατρο που παίζει 18 παραστάσεις την εβδομάδα. Από την άλλη, επειδή είμαστε μία υδροκέφαλη χώρα, όλα είναι συγκεντρωμένα στην Αθήνα.
Ρ.Σ.: Έχετε δίκιο και αυτός που νικάει συνήθως είναι ο πιο…“χάκερ”, αυτός που έχει χρήματα να διαθέσει για προβολή. Όλα αυτά, όμως, επί της ουσίας δεν δείχνουν καμία έγνοια για τον πολιτισμό. Δυστυχώς, σε αυτή τη χώρα η τέχνη και ο πολιτισμός είναι πολυτέλεια. Και όσοι ασχολούνται με αυτά τα πράγματα είναι μικροί ήρωες.
Ρ.Σ.: Ήταν δική μου επιθυμία και του σκηνοθέτη μας, του Λεωνίδα Παπαδόπουλου, που είναι Θεσσαλονικιός. Η Θεσσαλονίκη μου έχει αφήσει εξαιρετικές εντυπώσεις. Ο μονόλογός μου αγκαλιάστηκε και εδώ στην Αθήνα, αλλά στη Θεσσαλονίκη ήταν κάτι το φοβερό. Έκανα 10 παραστάσεις και υπήρχαν άνθρωποι, γυναίκες κυρίως, που ήρθαν 2 και 3 φορές να δουν την παράσταση. Πέρυσι ήμουν στην Κύπρο. Ανεβάσαμε στον ΘΟΚ το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη «Ο ήχος του όπλου», και ήταν επίσης εξαιρετικά. Μου άρεσε πολύ που βρέθηκα εκτός Αθηνών. Όταν ήταν πιο μικρά τα παιδιά ήταν πιο δύσκολο να φεύγω, αλλά τώρα νιώθω ότι το έχω πολλή ανάγκη. Αδικείται η Επαρχία. Εισέπραξα άλλες ενέργειες εκεί. Γι’ αυτό μόλις ολοκληρωθούν τα «Σημάδια στην Ομίχλη» στην Αθήνα, θα κάνουμε και κάποιες παραστάσεις σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Και είναι κάτι που το θέλω πάρα πολύ και το περιμένω με ανυπομονησία.
Ρ.Σ.: Οι παραστάσεις ξεκινούν στις 30 Νοεμβρίου και θα ολοκληρωθούν στις 2 Φλεβάρη, κάθε Σάββατο στις 9:15 και κάθε Κυριακή στις 6:30, στο θέατρο Vault, στο Βοτανικό. Είναι ένα μικρό θέατρο 50 θέσεων, που κάνει ακόμα πιο άμεση την επαφή και την επικοινωνία με τον θεατή. Το εισιτήριο είναι €13, αλλά για τους ανθρώπους της ασφαλιστικής αγοράς, θα είναι €10, με την επίδειξη στο ταμείο της ασφαλιστικής τους ταυτότητας.