

Το ασφαλιστικό επανήλθε, για μία ακόμη φορά, στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης των πολιτικών δυνάμεων. Οι συντάξεις και το ύψος αυτών είναι κοινωνικά και δημοσιονομικά ένα πολύ ευαίσθητο μέγεθος.
Για να παραμένει η χώρα μας σε μια τροχιά βιώσιμης αντιμετώπισης του χρέους, σύμφωνα με τους θεσμούς, οι δαπάνες για τις συντάξεις θα πρέπει και τα επόμενα χρόνια να παραμένουν σε επίπεδα χαμηλότερα του 16% του ΑΕΠ και σε βάθος χρόνου θα πρέπει να προσεγγίσουμε το μέσο ευρωπαϊκό ποσοστό, που κυμαίνεται στο 12%.
Μία προσαρμογή των συντάξεων θα είναι πάντα στο επίκεντρο της συζήτησης, όσο μάλιστα το ΑΕΠ δεν θα αυξάνεται με υψηλούς ρυθμούς, που θα διευκολύνουν την επίτευξη του στόχου.
Σε σύγκριση με το παρελθόν, το ενδιαφέρον για την ασφαλιστική αγορά είναι ότι στη δημόσια συζήτηση, αυτή τη φορά, ενεπλάκη πολύ έντονα και ο θεσμός της ιδιωτικής ασφάλισης και ο ρόλος της στην αντιμετώπιση του συνταξιοδοτικού προβλήματος.
Ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλά για το κεφαλαιοποιητικό σύστημα και τις ασφαλιστικές εταιρείες, ορισμένα εκ των οποίων απέχουν από την πραγματικότητα και αναμφίβολα αδικούν έναν κλάδο, που αποδεδειγμένα προσφέρει διαχρονικά στην ανάπτυξη, την επιχειρηματικότητα και την ευημερία της χώρας.
Τα τελευταία χρόνια σε όλη την Ευρώπη αναπτύσσεται, με παραλλαγές, το σύστημα των τριών πυλώνων. Η λογική που διέπει το σύστημα αυτό βασίζεται στην αυτοτέλεια αλλά και στην παραδοχή ότι οφείλουμε να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές ένα σύστημα που δεν θα μεταφέρει τα προβλήματα της γενιάς μας.
Για μία ακόμη φορά, υπάρχει κίνδυνος ο δημόσιος διάλογος να συσκοτίσει αντί να φωτίσει σωστά τον ρόλο της ιδιωτικής ασφάλισης, γι’ αυτό θεωρώ σκόπιμο ότι θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα θέματα, όπως ότι:
Είναι φανερό ότι και τα δυο συστήματα συνδέονται άμεσα με την πορεία της οικονομίας και την ανάπτυξή της. Το αναδιανεμητικό σύστημα λειτουργούσε στο παρελθόν όταν οι οικονομίες είχαν διαφορετική διάρθρωση, αλλά πλέον είναι ξεκάθαρο ότι είναι ξεπερασμένο και δεν μπορεί να ακολουθήσει τις αλλαγές που βιώνουμε στην Ευρώπη και, πολύ περισσότερο, στην Ελλάδα.
Στη βάση αυτών των παραδοχών, τα τελευταία χρόνια σε όλη την Ευρώπη αναπτύσσεται, με παραλλαγές, το σύστημα των τριών πυλώνων. Η λογική που διέπει το σύστημα αυτό βασίζεται στην αυτοτέλεια αλλά και στην παραδοχή ότι οφείλουμε να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές ένα σύστημα που δεν θα μεταφέρει τα προβλήματα της γενιάς μας.
Προσπαθώντας να απλοποιήσουμε το σύστημα των τριών πυλώνων θα λέγαμε ότι αποτελείται από: Μία βασική σύνταξη εγγυημένη από το κράτος, μία σύνταξη από εισφορές εργοδότη και εργαζόμενου –μέσω επαγγελματικών ταμείων– και, τέλος, την ιδιωτική ασφάλιση, ο λεγόμενος τρίτος πυλώνας, ο οποίος είναι συνήθως προαιρετικός αλλά απολαμβάνει και αυτός των φορολογικών απαλλαγών του δεύτερου πυλώνα. Είναι ένα περίγραμμα της πρότασης που έχει καταθέσει επανειλημμένα και η ελληνική ασφαλιστική αγορά στον διάλογο για το ασφαλιστικό.
Αναφορικά με τον τρίτο πυλώνα, οι ασφαλιστικές εταιρείες πολλά χρόνια τώρα διαθέτουν στην αγορά συνταξιοδοτικά προγράμματα εγγυημένων ή μη καταβολών. Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες έχουν επωφεληθεί αυτών των προγραμμάτων και ανάλογα με το ασφάλιστρο που έχουν καταβάλει έχουν λάβει σύνταξη, συμπληρωματική της σύνταξης του κοινωνικοασφαλιστικού τους ταμείου.
Για να βρεθεί λύση, θα πρέπει το ασφαλιστικό ζήτημα να φύγει από το κάδρο των πολιτικών αντιπαραθέσεων. Θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ολοκληρωμένης, ουσιαστικής μελέτης από ανθρώπους που έχουν την τεχνογνωσία, όπως αναλογιστές, και κατάθεσης συγκεκριμένων προτάσεων από όλους του εμπλεκόμενους φορείς.
Για τα όποια προβλήματα παρουσιάσθηκαν από αφερέγγυες και αναξιόπιστες εταιρείες, ευθύνη δεν έχει ο ασφαλιστικός κλάδος, αλλά τα τότε εποπτικά όργανα της πολιτείας που ασκούσαν πλημμελείς ελέγχους. Η εποπτεία που ασκείται σήμερα είναι βάσει των ευρωπαϊκών προτύπων και συνυφασμένη με νέες αρχές διακυβέρνησης, που δεν έχουν καμία σχέση με το παρελθόν. Αξίζει να αναφέρουμε ότι και στην πρόσφατη κρίση που πέρασε η χώρα μας, οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν κλυδωνίστηκαν –σε αντίθεση με άλλα πιστωτικά ιδρύματα–, παρόλο που δεν είχαν καμία βοήθεια από τον κρατικό φορέα.
Επίσης θα ήθελα να αναφέρω ενδεικτικά ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες της χώρας μας κατέβαλαν, μόνο το 2017, μέσω ατομικών και ομαδικών συμβολαίων πάνω από 500 εκατ. ευρώ ως αποζημιώσεις από συνταξιοδοτικά και αποταμιευτικά προγράμματα ζωής.
Εν κατακλείδι, το ασφαλιστικό και ειδικότερα το συνταξιοδοτικό πρόβλημα δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο πολιτικής διαμάχης.
Επανειλημμένα έχουμε διατυπώσει την άποψη ότι, για να βρεθεί λύση, θα πρέπει το ασφαλιστικό ζήτημα να φύγει από το κάδρο των πολιτικών αντιπαραθέσεων.
Θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ολοκληρωμένης, ουσιαστικής μελέτης από ανθρώπους που έχουν την τεχνογνωσία, όπως αναλογιστές, και κατάθεσης συγκεκριμένων προτάσεων από όλους του εμπλεκόμενους φορείς, με στόχο λύσεις που θα στηρίζονται και στην αλληλεγγύη των γενεών –βασική προϋπόθεση ύπαρξης μιας οργανωμένης κοινωνίας– αλλά και στην ατομική ευθύνη, και θα προσβλέπουν στη βελτίωση της ζωής των πολιτών.