

Του Παναγιώτη Ν. Στρατή, Οικονομολόγου, Μετόχου του Γραφείου Πραγματογνωμόνων Πασκάλ & Στρατής ΑΕ
Το έτος 2010, όταν η Ελλάδα υπέγραψε το πρώτο μνημόνιο, οι εκπρόσωποι των δανειστών μας απαίτησαν και το κράτος ανέλαβε την υποχρέωση κατάργησης του ισχύοντος από το έτος 1992 Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.), του οποίου οι λογιστικοί κανόνες, κατά την άποψη των εκπροσώπων των δανειστών, δεν υπήρχαν πουθενά αλλού στον κόσμο και εμπόδιζαν την ανάπτυξη της οικονομίας.
Ο Κ.Β.Σ. ήταν ελληνικό επινόημα, με διατάξεις που απέβλεπαν στη σωστή τήρηση των λογιστικών βιβλίων, ώστε να υπάρχει συμμόρφωση με τη φορολογική νομοθεσία, αλλά και να εκδίδονται σωστά τα λογιστικά στοιχεία (τιμολόγια, δελτία αποστολής, κ.λπ.).
Στις άλλες χώρες τα θέματα που πραγματευόταν ο Κ.Β.Σ. ρυθμίζονταν μηχανογραφικά και αυτόματα, σε αντίθεση με την Ελλάδα που είχε δημιουργήσει μέσω του κώδικα αυτού και των συνεχών τροποποιήσεών του, τους λογιστικούς και φορολογικούς κανόνες που εμπόδιζαν τη λειτουργία όλης της οικονομίας.
Το ελληνικό κράτος, υλοποιώντας την υπόσχεσή του προς τους δανειστές για κατάργηση του Κ.Β.Σ., συνέστησε προς τούτο στις 27.04.2011 ειδική επιτροπή, η οποία τον Οκτώβριο του 2011 παρέδωσε πόρισμα, το οποίο κατέληγε σε μικρές διορθώσεις του ισχύοντος κώδικα.
Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις με τους δανειστές και ψηφίσθηκε ο Κώδικας Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (Κ.Φ.Α.Σ.) Ν.4093/2012, ο οποίος είχε έναρξη ισχύος από 01.01.2013 και με το τελευταίο άρθρο του Νο.14 προέβλεπε κατάργηση σε έναν χρόνο των τριών βασικών άρθρων του και σύσταση επιτροπής απλοποίησης του Κ.Φ.Α.Σ.
Στις 13.05.2013 συστάθηκε ομάδα εργασίας από καθηγητές ΑΕΙ και λειτουργούς της Δημόσιας Διοίκησης, η οποία παρέδωσε πόρισμα στα τέλη του έτους 2013, με βάση το οποίο ψηφίσθηκε ο Ν.4308/24.11.2014 που προέβλεπε την εφαρμογή των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων (Ε.Λ.Π.) από 01.01.2015.
Από τη μελέτη του κειμένου του Ν.4308/24.11.2014 και των ερμηνειών που ακολούθησαν και κυρίως από τη μέχρι τώρα εφαρμογή από τις επιχειρήσεις των Ε.Λ.Π. προκύπτουν θετικά και αρνητικά στοιχεία σε σχέση με τις προηγούμενες εφαρμογές των Κ.Β.Σ. και Κ.Φ.Α.Σ., τα κυριότερα των οποίων είναι:
2.1. Θετικά στοιχεία εφαρμογής των Ε.Λ.Π.
2.2. Αρνητικά στοιχεία εφαρμογής των Ε.Λ.Π.
l Οντότητα (νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, οργανισμός ή επιχείρηση που ανήκει στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα)
l Λογιστικά αρχεία (βιβλία και στοιχεία)
l Εύλογη αξία (τιμή ανταλλαγής ενός περιουσιακού στοιχείου ή διακανονισμού μίας υποχρέωσης μεταξύ πρόθυμων και ενήμερων μερών, που ενεργούν υπό κανονικές στην αγορά συνθήκες κατά την ημερομηνίας μέτρησης)
l Επιμέτρηση (καταμέτρηση)
που απαιτείται χρόνος για να επικρατήσουν στις συναλλαγές.
Ο νόμος παρέχει τη δυνατότητα για τις υποκείμενες οντότητες να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν το σχέδιο λογαριασμών του Ε.Γ.Λ.Σ., με την πρόσθετη υποχρέωση προσαρμογής του εν λόγω σχεδίου λογαριασμών, ώστε να καθίσταται ευχερής η σύνταξη των προβλεπομένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων.
Η πρόταξη των αρνητικών στοιχείων στο κεφάλαιο αυτό δεν είναι τυχαία, αφού τα όσα προβλέπονται από την εφαρμογή των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων δυσκολεύουν, σε μεγάλο βαθμό, κυρίως τον έλεγχο και εκτίμηση των ζημιών περιουσίας, ενώ αντιθέτως διευκολύνουν, με την παροχή στοιχείων, την ανάληψη των ασφαλιστικών κινδύνων περιουσίας.
Μάλιστα, τα προκύπτοντα αρνητικά στοιχεία από την κατάργηση – τροποποίηση καθιερωμένων επί δεκαετίες από τον Κ.Β.Σ. και Κ.Φ.Α.Σ. υποχρεώσεων των επιχειρήσεων για τήρηση με συγκεκριμένο τρόπο των τηρούμενων λογιστικών βιβλίων, την έκδοση και την ειδική θεώρηση των λογιστικών στοιχείων διακίνησης και παράδοσης αγαθών, τον τρόπο και χρόνο καταχώρισης της ετήσιας απογραφής αποθεμάτων κ.λπ., με ώθησαν να επιλέξω αρχικά ως τίτλο του άρθρου:
“Ανατροπές στην παραδοσιακή λογιστική και δυσκολίες ελέγχου και εκτίμησης ζημιών, λόγω έλλειψης επαρκών δεδομένων”.
Συνεκτιμώντας και τα θετικά στοιχεία των Ε.Λ.Π., που αφορούν κυρίως στην ανάληψη ασφαλιστικών κινδύνων περιουσίας, τροποποίησα τον αρχικό τίτλο, ανεξαρτήτως εάν τα θετικά στοιχεία είναι πολύ λιγότερα των αρνητικών.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι διαχρονικά από το έτος 1976, που για πρώτη φορά άρχισα να ασχολούμαι, παράλληλα αρχικά με το τότε λογιστικό μου επάγγελμα, με τον έλεγχο και εκτίμηση των ζημιών ασφαλιστικών κινδύνων, δεν έπαψα να επισημαίνω τη μεγάλη σημασία που έχουν τα δεδομένα που προκύπτουν από τον έλεγχο των τηρούμενων από τις επιχειρήσεις λογιστικών βιβλίων και στοιχείων, για την εκτίμηση των υποβληθεισών απαιτήσεων ζημιών τους, αλλά και για την έρευνα συνθηκών του ασφαλιστικού συμβάντος.
Ποτέ δεν ήμουν με την άποψη όσων υποστηρίζουν ότι κατά τον έλεγχο εκτίμησης των ζημιών περιουσίας δεν πρέπει ο πραγματογνώμονας να επικεντρώνεται στα δεδομένα των τηρούμενων από τις επιχειρήσεις λογιστικών βιβλίων και στοιχείων, διότι αυτά τα δεδομένα, έπειτα από επεμβάσεις των υπευθύνων της επιχείρησης, δεν αποτυπώνουν την πραγματικότητα.
Μα αυτό είναι και το ζητούμενο, δηλαδή η διερεύνηση μέσω εξειδικευμένου και ειδικού ελέγχου (από τον πραγματογνώμονα) των δεδομένων που προκύπτουν από τα τηρούμενα λογιστικά βιβλία και στοιχεία μιας επιχείρησης.
Η απόδειξη, από πλευράς πραγματογνώμονα, του αναληθούς των δεδομένων που επικαλείται η επιχείρηση για την υποστήριξη της απαίτησής της οδηγεί, αν όχι σε ολική απόρριψή της, τουλάχιστον σε περιορισμό της, με επίκληση σταθερών επιχειρημάτων και δομημένων συλλογισμών, που προκύπτουν από τα προσκομιζόμενα ή τηρούμενα από την ίδια την επιχείρηση λογιστικά στοιχεία.
Αλλά και η τεκμηρίωση της σκοπούμενης ενέργειας ως προς τις συνθήκες του συμβάντος και κυρίως η απόδειξη ασφαλιστικής απάτης των υποθέσεων που έλαβαν δημοσιότητα τις τελευταίες δεκαετίες, στηρίχθηκαν στα προκύπτοντα από τα τηρούμενα λογιστικά βιβλία και στοιχεία δεδομένα (πλαστά ή ανύπαρκτα στοιχεία διακινήσεων, εικονικές εγγραφές, καταχωρίσεις ανύπαρκτων αποθεμάτων, κ.λπ.).
Τα όσα προβλέπονται από την εφαρμογή των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων δυσκολεύουν σε μεγάλο βαθμό κυρίως τον έλεγχο και εκτίμηση των ζημιών περιουσίας, ενώ αντιθέτως διευκολύνουν με την παροχή στοιχείων την ανάληψη των ασφαλιστικών κινδύνων περιουσίας.
Επανερχόμενος στο θέμα μας παραθέτω στη συνέχεια τα κυριότερα αρνητικά και θετικά στοιχεία που προκύπτουν από την εφαρμογή των Ε.Λ.Π., σε σχέση με την ανάληψη ασφαλιστικών κινδύνων περιουσίας και τον έλεγχο ζημιών τους.
Αρνητικά Στοιχεία
Και τίθεται το εύλογο ερώτημα, εάν τα αρνητικά στοιχεία από την εφαρμογή των Ε.Λ.Π., που παρατίθενται παραπάνω, καθιστούν δύσκολο έως αδύνατο τον έλεγχο – εκτίμηση ζημιών ασφαλιστικών κινδύνων περιουσίας, αφού βασικά στοιχεία, που διαχρονικά λαμβάνονταν υπ’ όψιν από τους πραγματογνώμονες, δεν είναι διαθέσιμα ή για πολλούς λόγους δεν μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστα χωρίς διασταυρώσεις.
Κατά την άποψή μου, η εφαρμογή των Ε.Λ.Π. χωρίς αμφιβολία εξυπηρετεί τους λόγους που επέβαλαν την εφαρμογή τους (λογιστικό σύστημα κατανοητό από τη διεθνή αγορά, καταπολέμηση της λογιστικής παρανομίας, συγκρισιμότητα και καλύτερη αξιολόγηση των επιχειρήσεων, κ.λπ.), πλην όμως για την αξιοποίηση των όποιων δεδομένων προκύπτουν από την τήρηση των λογιστικών αρχείων στην περίπτωση επέλευσης ασφαλιστικού συμβάντος απαιτείται να γίνεται διεξοδικός έλεγχος από τον πραγματογνώμονα.
Εξάλλου, με την εφαρμογή των νέων Ε.Λ.Π. επιδιώκεται και η βέλτιστη ρύθμιση της ελεγκτικής διαδικασίας ως το πολυτιμότερο εργαλείο πρόληψης αυθαιρεσιών.
Με το δεδομένο αυτό μπορεί να διευκολυνθεί και η ελεγκτική διαδικασία του πραγματογνώμονα ασφαλιστικών κινδύνων, εφόσον αυτός διαθέτει στοιχειώδεις γνώσεις οικονομικών και λογιστικής.
Πιο συγκεκριμένα, με τη συλλογή των ελεγκτικών τεκμηρίων και έμφαση στις διασταυρώσεις επαλήθευσης μέσω τεκμηρίων και στοιχείων τρίτων οντοτήτων που συναλλάσσονται με την ελεγχόμενη οντότητα μπορούν να ξεπερασθούν, στο μέτρο του δυνατού, τα εμπόδια – δυσκολίες που προκύπτουν από τα παραπάνω αναφερόμενα αρνητικά στοιχεία.
Θετικά Στοιχεία
Ως θετικό στοιχείο αναφέρω τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις που υποχρεούται μία οντότητα (επιχείρηση) να συντάσσει, ανάλογα με το μέγεθός της αλλά και τις γενικές αρχές που θα πρέπει να τηρεί μία οντότητα για την κατάρτιση αυτών.
Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις μίας οντότητας ενσωματώνουν, με τις ανάλογες επεξηγήσεις, όλες τις συναλλαγές και τα γεγονότα που καταχωρίζονται στα λογιστικά αρχεία της (βιβλία και στοιχεία της) σε κάθε περίοδο, δηλαδή σε κάθε διαχειριστική χρήση.
Ανάλογα με το μέγεθος της οντότητας, οι οικονομικές καταστάσεις περιλαμβάνουν:
– τον ισολογισμό
– την κατάσταση αποτελεσμάτων
– την κατάσταση μεταβολών της καθαρής θέσης
– την κατάσταση χρηματορροών
– το προσάρτημα.
Οι οικονομικές καταστάσεις, οι οποίες υποχρεωτικά αναρτώνται σε διαδικτυακό τόπο, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βασικό εργαλείο παροχής στοιχείων στη μελέτη – απόφαση ανάληψης ασφαλιστικού κινδύνου περιουσίας αλλά και στον έλεγχο – εκτίμηση ζημιών του.
Παρέχουν σημαντικότατες πληροφορίες όσον αφορά στην παρούσα οικονομική – περιουσιακή κατάσταση μίας οντότητας (επιχείρησης), αλλά και στις προοπτικές συνέχισης της δραστηριότητάς της.
Στοιχεία για μία οντότητα (επιχείρηση) όπως:
που περιλαμβάνονται στις οικονομικές καταστάσεις, μαζί με τις πληροφορίες που παρέχονται από τον ισολογισμό, την κατάσταση αποτελεσμάτων, την κατάσταση μεταβολών της καθαρής θέσης και την κατάσταση χρηματορροών είναι πολύτιμα στοιχεία για τον μελετητή της παρούσας και μελλοντικής κατάστασης μίας οντότητας (επιχείρησης) πριν από την απόφαση ανάληψης ασφαλιστικού κινδύνου ή κατά τον έλεγχο – εκτίμηση ζημίας της.
Εξυπακούεται ότι ο μελετητής των οικονομικών καταστάσεων –οι οποίες διέπονται ή θα πρέπει να διέπονται από ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως ορθότητα, πληρότητα, συνάφεια, αξιοπιστία, συγκρισιμότητα–, θα έχει (όπως προαναφέρθηκε και για τον πραγματογνώμονα ασφαλιστικών κινδύνων) στοιχειώδη γνώση οικονομικών και λογιστικής καθώς και διάθεση να τις μελετήσει με σχετική προσοχή.
Οι οικονομικές καταστάσεις, οι οποίες υποχρεωτικά αναρτώνται σε διαδικτυακό τόπο, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βασικό εργαλείο παροχής στοιχείων στη μελέτη – απόφαση ανάληψης ασφαλιστικού κινδύνου περιουσίας αλλά και στον έλεγχο – εκτίμηση ζημιών του.
Οι βασικές αρχές στις οποίες στηρίχθηκε η εφαρμογή των Ε.Λ.Π. είναι η απλοποίηση των λογιστικών διατάξεων και η εναρμόνισή τους με τα Κοινοτικά ισχύοντα. Όμως, ουδέν κακόν αμιγές καλού και οι απλοποιήσεις υποκρύπτουν κινδύνους εκμετάλλευσής των, από όσους επιδιώκουν, ιδίως σε εποχές κρίσεων, την ασφαλιστική απάτη ή την εκμετάλλευση επέλευσης ενός τυχαίου ασφαλιστικού γεγονότος.
Στην παράγραφο τρία (3) αναφέρονται τα αρνητικά και θετικά στοιχεία της εφαρμογής των νέων Ε.Λ.Π. σε σχέση με την ανάληψη ασφαλιστικών κινδύνων περιουσίας και κυρίως με τον έλεγχο και εκτίμηση των ζημιών τους.
Η κατάθεση των προτάσεών μου, παράκαμψης στο μέτρο του δυνατού των εμποδίων και δυσκολιών από τα αναφερόμενα αρνητικά στοιχεία, είναι προσπάθεια ενημέρωσης της Ασφαλιστικής Αγοράς, προκειμένου να θωρακισθεί έναντι των υπαρκτών κινδύνων που την απειλούν.