

Η μέση βαθμολογία για τη ζώνη του ευρώ ανέρχεται σήμερα στις 6,8 μονάδες, στο καλό, δηλαδή, μέσο της κλίμακας από ένα έως δέκα. Επιπλέον, καμία χώρα της ΟΝΕ δεν βρίσκεται στην περιοχή κρίσιμης απόσβεσης (1-4 μονάδες).
Η σημαντική βελτίωση του συνολικού δείκτη από το 2012 δεν οφείλεται μόνο στην πρόσφατη οικονομική ανάκαμψη, αλλά και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που λόγω κρίσης πραγματοποιήθηκαν στις αγορές εργασίας και προϊόντων στις χώρες που ήταν σε προγράμματα.
Οι μακροοικονομικές ανισορροπίες έχουν μειωθεί και, πάνω απ’ όλα, οι εσωτερικοί μηχανισμοί προσαρμογής της νομισματικής ένωσης έχουν ενισχυθεί μακροπρόθεσμα, λόγω της μεγαλύτερης ευελιξίας σε μισθούς και τιμές. Αυτό θα αυξήσει και τη σύγκλιση βασικών μακροοικονομικών μεταβλητών, η οποία είναι η πιο σημαντική προϋπόθεση για μια σταθερή νομισματική περιοχή. Αυτό υποστηρίζουν και τα δεδομένα του Euro Monitor.
Μετά τις σκληρές αποτυχίες στα χρόνια της κρίσης, έχει ξεκινήσει ξανά η οικονομική προσέγγιση των μελών της ΟΝΕ. Αν και η εξέλιξη των μεμονωμένων δεικτών δεν ήταν ομοιόμορφη, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Euro Monitor, η οικονομική απόκλιση μεταξύ των εθνικών οικονομιών είναι ακόμη χαμηλότερη σήμερα από ό,τι πριν από την κρίση.
«Η άποψη πολλών ότι οι απαραίτητες διαδικασίες προσαρμογής στη ζώνη του ευρώ δεν μπορούν να λάβουν χώρα λόγω πολιτικών ή κοινωνικών περιορισμών, μπορεί να διαψευσθεί. Η κρίση των ετών γύρω από το 2012 δεν προκλήθηκε από την ίδια τη νομισματική ένωση, αλλά από το λανθασμένο μίγμα πολιτικών σε ορισμένες χώρες, γεγονός που με τη σειρά του είχε ως αποτέλεσμα το υπερβολικό χρέος, τα ελλείμματα του εξωτερικού εμπορίου και την απώλεια ανταγωνιστικότητας. Το πρόβλημα δεν ήταν το νόμισμα, αλλά η οικονομική και δημοσιονομική πολιτική», δήλωσε ο κ. Michael Heise, επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz.
Ωστόσο, ενόψει των εναπομενουσών ανισορροπιών, όπως το υψηλό δημόσιο χρέος και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας σε πολλά κράτη μέλη της ΟΝΕ, η διαδικασία εξυγίανσης δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Στην υποδιαίρεση των δεικτών σε πιο μακροπρόθεσμα επίπεδα και παραμέτρους προόδου, η οποία μετρά την πρόοδο στη μείωση αδυναμιών, είναι σαφές ότι ο δείκτης επιπέδου για το 2017 από μόνος του συνέβαλε στη βελτίωση του συνολικού δείκτη, ενώ ο δείκτης προόδου έμεινε στάσιμος. Οι λόγοι δεν είναι μόνο η οικονομική άνοδος, αλλά και η φθίνουσα πορεία της κρίσης και η επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ.
Ο κ. Heise σημειώνει: «Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι η ευρωζώνη είναι πλέον πιο ανθεκτική στην κρίση και σταθερότερη από ό,τι το 2007. Η πρόοδος της μεταρρύθμισης, ωστόσο, έχει σταματήσει από το 2015. Είναι σίγουρα πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο. Η οικονομική ύφεση θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την νομισματική ένωση για την πιθανότητα χειρότερων ημερών. Η επόμενη κάμψη είναι βέβαιο ότι θα έρθει». Για τις χώρες που βρέθηκαν σε κρίση, αυτό σημαίνει περαιτέρω μείωση του βάρους που έμεινε ως κληρονομιά αυτής της κρίσης. Οι χώρες-κλειδιά της ΟΝΕ, από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να αντισταθμίσουν την έλλειψη μεταρρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια. Αυτό αφορά κυρίως τη Γαλλία, την Ιταλία και το Βέλγιο, οι οποίες βρίσκονται στο τέλος της κατάταξης στο Euro Monitor, αλλά και τη Γερμανία και το Λουξεμβούργο, οι οποίες πρόσφατα έδειξαν ελάχιστες φιλοδοξίες για μεταρρυθμίσεις.
Επιπλέον, απαιτούνται μέτρα σε επίπεδο ΟΝΕ για την υποστήριξη των εθνικών μεταρρυθμιστικών προσπαθειών. Οι εθνικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες πρέπει να υποστηριχθούν από μέτρα σε επίπεδο ΟΝΕ που θα προάγουν τη σύγκλιση στον νομισματικό τομέα, όπως ο καλύτερος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών και τα (οικονομικά) κίνητρα για την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.