

Αρτηριακή πίεση είναι η πίεση που ασκείται στο τοίχωμα των μεγάλων αρτηριών, καθώς το αίμα κυκλοφορεί μέσα σε αυτές. Η αρτηριακή πίεση εξαρτάται από τους εξής παράγοντες:
Η αρτηριακή πίεση εκφράζεται με δύο τιμές. Η πρώτη τιμή αντιπροσωπεύει τη συστολική (μεγάλη) πίεση και αφορά την πίεση που ασκεί ο όγκος αίματος στις αρτηρίες, όταν εξέρχεται από την καρδιά (συστολή), ενώ η διαστολική (μικρή) πίεση είναι η πίεση που ασκείται στις αρτηρίες με τη ροή του αίματος, όταν η καρδιά ξεκουράζεται (διαστολή).
Κάθε φορά που η καρδιά συστέλλεται, ποσότητα αίματος από την καρδιά εξέρχεται προς τις αρτηρίες και αυξάνει την πίεση στα τοιχώματά τους. Μεταξύ των δύο «χτύπων» η καρδιά ξεκουράζεται και γεμίζει εκ νέου με αίμα.
Ιδανική θεωρείται σε υγιείς η αρτηριακή πίεση που είναι μικρότερη από 120 mmHg για τη συστολική και μικρότερη από 80 mmHg για τη διαστολική. Κάθε τιμή πάνω από 140 mmHg για τη συστολική και 90mmHg για τη διαστολική αντιπροσωπεύει υπέρταση. Άτομα με τιμές αρτηριακής πίεσης 120-139 mmHg της συστολικής ή και 85-89 mmHg της διαστολικής θεωρούνται ότι έχουν οριακή υπέρταση (προ-υπέρταση).
Ο επιπολασμός της νόσου στην Ελλάδα είναι 25-30%, δηλαδή πάνω από 3 εκατομμύρια Έλληνες νοσούν. Στην Αμερική το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 32-42%. Πρόκειται για μια συνηθισμένη πάθηση η οποία ονομάζεται «σιωπηλός δολοφόνος», γιατί κατά κανόνα δεν έχει συμπτώματα, αλλά οδηγεί σε στεφανιαία νόσο, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και νεφρική ανεπάρκεια. Γι’ αυτό η αρτηριακή υπέρταση θα πρέπει να διαγιγνώσκεται και να θεραπεύεται έγκαιρα.
Η υπέρταση σε ποσοστό 95% είναι ιδιοπαθής και τα αίτια είναι άγνωστα. Μπορεί να οφείλεται σε μείωση του αυλού των αρτηριών, αύξηση της ροής του αίματος, αύξηση της δύναμης της συστολής της καρδιάς ή αύξηση της καρδιακής συχνότητας. Σε ένα μικρό ποσοστό η υπέρταση οφείλεται σε άλλα αίτια, όπως παθήσεις νεφρών, καρδιάς ή ενδοκρινών αδένων, και τότε μιλάμε για δευτεροπαθή υπέρταση και αντιμετωπίζεται μόνο με τη θεραπεία της νόσου που την προκάλεσε.
Οι παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη υπέρτασης είναι:
Η χαμηλή αρτηριακή πίεση είναι σπάνια και καλοήθης και συναντάται σε νέα κυρίως άτομα, με τιμές 90/70 mmHg ή και 80/60 mmHg και νοιώθουν καλά. Σε συγκεκριμένες καταστάσεις και κυρίως σε ηλικιωμένους, η πτώση της αρτηριακής πίεσης μπορεί να επιφέρει ζάλη, πονοκέφαλο, αίσθημα κόπωσης και ατονία, ιδιαίτερα όταν σηκώνονται όρθιοι. Αυτό ονομάζεται ορθοστατική υπόταση.
Η αρτηριακή πίεση παρουσιάζει εποχιακή διακύμανση με τιμές χαμηλότερες το καλοκαίρι σε σχέση με το χειμώνα. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και ιδιαίτερα τις περιόδους έντονης ζέστης, η αρτηριακή πίεση και κυρίως η συστολική μειώνεται κατά μέσο όρο 5-10 mmHg και αυτό οφείλεται σε παράγοντες περιβαλλοντικούς, αλλά και στον τρόπο ζωής.
Η ζέστη προκαλεί αυξημένη εφίδρωση με αποβολή ηλεκτρολυτών, κυρίως νατρίου, και αγγειοδιαστολή (χαλάρωση των αγγείων), με αποτέλεσμα να μειώνεται η αρτηριακή πίεση στα άτομα που εκτίθενται στον ήλιο, κυρίως τις ώρες με τις μεγαλύτερες θερμοκρασίες. Επίσης, η έκθεση στον ήλιο παίζει ρόλο από μόνη της, καθώς οδηγεί στη σύνθεση βιταμίνης D και παραθορμόνης που επηρεάζουν τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης.
Σχετικά με τον τρόπο ζωής, η βελτίωση της διατροφής (π.χ. για απώλεια βάρους ή για καλύτερη αντιμετώπιση της ζέστης), η αυξημένη καθημερινή δραστηριότητα, η μείωση του άγχους και η χαλάρωση λόγω διακοπών, ευνοούν τη μείωση της αρτηριακής πίεσης.
Η πτώση της πίεσης το καλοκαίρι συνήθως είναι μικρή και ασκεί ευεργετική επίδραση στον οργανισμό. Υπάρχουν, όμως, πληθυσμιακές ομάδες που μπορεί να παρουσιάσουν μεγαλύτερη μείωση, με ενδεχόμενη εμφάνιση υποτασικών συμπτωμάτων. Στις ομάδες υψηλού κινδύνου για υπόταση ανήκουν οι ηλικιωμένοι, οι πάσχοντες από σακχαρώδη διαβήτη, οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και οι υπερτασικοί με δυσκολία στη ρύθμιση της πίεσης.
Τα υποτασικά συμπτώματα περιλαμβάνουν ζάλη, εφίδρωση, αδυναμία, ανορεξία και ταχυκαρδία (αίσθημα παλμών). Αυτά είναι πιο συχνά στις μεγάλες θερμοκρασίες, γιατί οι προσαρμοστικοί μηχανισμοί των υπερτασικών δεν λειτουργούν σωστά. Κάτι παρόμοιο μπορεί να συμβεί και σε συνθήκες με αυξημένη θερμοκρασία σε συνδυασμό με αυξημένη υγρασία και ατμοσφαιρική ρύπανση.
Γενικά ο υπερτασικός δεν χρειάζεται να μειώσει ή να αλλάξει τα φάρμακά του, εφόσον ακολουθεί υγιεινό τρόπο ζωής. Αν όμως, για διάφορους λόγους, η έκθεση στον ήλιο είναι συστηματική και μεγάλης διάρκειας (π.χ. για επαγγελματικούς λόγους), τότε ο υπερτασικός μπορεί να παραλείψει την πρωινή δόση των αντιυπερτασικών φαρμάκων για λίγες ημέρες. Αν η διάρκεια έκθεσης στον ήλιο μεγαλώσει περαιτέρω ή επικρατούν συνθήκες καύσωνα, τότε θα πρέπει να συνεννοηθεί με τον γιατρό του για ειδικότερες συμβουλές και αντιμετώπιση. Οι υπερτασικοί που παίρνουν διουρητικά ή πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια, μόνο σε συνεργασία με τον γιατρό τους μπορούν να τροποποιούν τη φαρμακευτική αγωγή τους. Η ιατρική συμβουλή είναι απαραίτητη, γιατί η πίεση μπορεί να παρουσιάζει πτώση κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά το βράδυ να ανεβαίνει, κυρίως από διαταραχές στον ύπνο, λόγω ζέστης. Αν, λοιπόν, ο υπερτασικός μειώσει ή δεν πάρει καθόλου για αρκετές ημέρες την αντιυπερτασική του αγωγή, χωρίς να έχει ενημερώσει τον γιατρό του, ενδέχεται να συμβεί μια κρίση υπέρτασης κάποιο βράδυ την οποία δεν θα γνωρίζει να διαχειριστεί.
Οι συμβουλές για το τι πρέπει να κάνετε το καλοκαίρι προκειμένου η πίεσή σας να μην έχει σημαντικές διακυμάνσεις, είναι οι εξής:
Ο Όμιλος διαγνωστικών κέντρων Affidea, από το 2005, προσφέρει υπεύθυνα ολοκληρωμένες υπηρεσίες υγείας υψηλής αξιοπιστίας, επενδύοντας στην καινοτομία και στην τεχνολογία αιχμής. Δίνοντας ιδιαίτερο βάρος και προτεραιότητα στον άνθρωπο, εφαρμόζει διαδικασίες που αποσκοπούν στη διαφύλαξη της ασφάλειας των εξεταζόμενων και παράλληλα στη διασφάλιση του καλύτερου δυνατού ιατρικού αποτελέσματος. Η επιστημονική ομάδα της Affidea, αναγνωρίζοντας τη σημασία της πρόληψης στην Υγεία, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, παρέχοντας την κατάλληλη διάγνωση και εξασφαλίζοντας τη μέγιστη υποστήριξη στους εξεταζόμενους που την επιλέγουν.
Ακολουθήστε την Ασφαλιστική Αγορά στο Google News