

Του Μιλτιάδη Νεκτάριου Καθηγητή Πανεπιστημίου Πειραιώς
Η προϊούσα κλιματική αλλαγή (καταστροφή) έχει προκαλέσει τεράστιες ανακατατάξεις στις διεθνείς ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές αγορές. Η κλιματική αλλαγή προκλήθηκε από τον υπερπληθυσμό του πλανήτη και τις παραγωγικές διαδικασίες που αναπτύχθηκαν για να ικανοποιήσουν τις πάσης φύσεως ανάγκες αυτού του πληθυσμού. Ο πληθυσμός του πλανήτη αυξήθηκε από 3 δισεκατομμύρια μετά τον Πόλεμο, στα 7,6 δισεκατομμύρια σήμερα και θα πλησιάσει τα 10 δισεκατομμύρια το 2050. Μετά θα αρχίσει να μειώνεται, λόγω του νέου φαινομένου της γήρανσης των πληθυσμών, όχι μόνο στον Δυτικό κόσμο, αλλά και στον αναπτυσσόμενο και τον υπό ανάπτυξη κόσμο. Αυτό είναι και το αισιόδοξο σενάριο για την ανθρωπότητα. Εάν ελεγχθεί μέχρι το 2050 η προϊούσα καταστροφή του περιβάλλοντος, με βάση τις νέες τεχνολογίες, τότε θα δοθεί η ευκαιρία για την ανάταξη του κλίματος του πλανήτη, ώστε και οι επόμενες γενιές να μπορέσουν να ζήσουν σε έναν βιώσιμο πλανήτη.
Η τεράστια αύξηση στη συχνότητα και την ένταση των φυσικών καταστροφών, από την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα και μέχρι σήμερα, οφείλεται στην κλιματική αλλαγή. Σε αυτές πρέπει να προστεθούν και οι σεισμοί, οι οποίοι έχουν τις δικές τους συχνότητες.
Είναι εύλογο σε ένα τέτοιο περιβάλλον να μην μπορούν οι ιδιωτικές ασφαλιστικές αγορές να επιτελέσουν τον παραδοσιακό τους ρόλο.
Στις ΗΠΑ, από τη δεκαετία του 1990 οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες μείωναν σταδιακά τις εργασίες τους στην ασφάλιση κινδύνων σεισμού (στη Δυτική Ακτή), πλημμυρών (στις κεντρικές Πολιτείες), καταιγίδων (στις Πολιτείες του Κόλπου του Μεξικού), καθώς και στους κινδύνους από δασικές πυρκαγιές (στις Βόρειο-Δυτικές Πολιτείες).
Αυτή τη στιγμή, το μεγαλύτερο πρόβλημα στις ασφαλιστικές αγορές των ΗΠΑ είναι η οριστική αποχώρηση των μεγαλύτερων ασφαλιστικών εταιρειών της χώρας από την ασφάλιση των κατοικιών για κινδύνους φυσικών καταστροφών.
Η ασφάλιση των κινδύνων αυτών περνάει πλέον ολοκληρωτικά στους Πολιτειακούς Ασφαλιστικούς Οργανισμούς. Ενώ εκκρεμεί και η πρόταση του ΝAIC (National Association of Insurance Commissioners) για τη δημιουργία Εθνικού Αντασφαλιστικού Οργανισμού.
Οι ίδιες τάσεις βρίσκονται σε εξέλιξη και στην Ευρώπη, με τους Εθνικούς Αντασφαλιστικούς Οργανισμούς, στις περισσότερες χώρες, να αναλαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος των κινδύνων για φυσικές καταστροφές από τους πρωτασφαλιστές.
Στα Βαλκάνια, η Τουρκία (το 2000) και η Ρουμανία (το 2014) έχουν θέσει σε λειτουργία Εθνικούς Ασφαλιστικούς Οργανισμούς για τους σεισμούς.
Η Τουρκία, σε αντίθεση με την Ελλάδα (σεισμός Πάρνηθας στις αρχές του 1999), θέσπισε τον Τουρκικό Οργανισμό Ασφάλισης Καταστροφών (TCIP – Turkish Catastrophe Insurance Pool), εντός 6 μηνών από τον σεισμό του Μαρμαρά το 1999. Σήμερα, από τα στοιχεία του Natural Disaster Insurance Institution (DASK), προκύπτει ότι τα ανασφάλιστα σπίτια στην Τουρκία υπολογίζονται σε σχεδόν 8,8 εκατομμύρια. Ασφαλισμένα για σεισμό είναι 11,3 εκατομμύρια σπίτια, ήτοι το 56,42% του συνόλου του κτηριακού δυναμικού της γειτονικής χώρας. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε η αντασφαλιστική εταιρεία που διενεργεί τις τεχνικές εργασίες του TCIP, το Ταμείο, λαμβάνοντας υπόψη πιθανά δυσμενέστερα σενάρια, έχει ήδη ενισχύσει σε 117 δισ. TRY (περίπου €6 δισεκατομμύρια) το capacity για την πληρωμή απαιτήσεων, μέσω του συνδυασμού των υφιστάμενων πόρων του (συσσωρευμένα κεφάλαια του αποθέματος εξισορρόπησης που συσσωρεύθηκαν από το 1999), από αντασφάλιση στις εταιρείες Munich Re και Swiss Re, καθώς και τα Catastrophe Bonds για την περιοχή της Κωνσταντινούπολης.
Οι μεγάλοι πρόσφατοι σεισμοί στην Ανατολική Τουρκία προκαλέσανε κολοσσιαίες ζημιές. Η Παγκόσμια Τράπεζα έκανε μια αρχική εκτίμηση των άμεσων ζημιών στα $34,2 δισ., ή το 4% του ΑΕΠ. Οι ζημιές στις κατοικίες εκτιμώνται στο 53% ($18 δισ.), σε κυβερνητικά κτήρια (νοσοκομεία, σχολεία κ.λπ.) στο 28% ($10 δισ.), και σε δημόσιες υποδομές (δρόμους, γέφυρες, σταθμούς ενέργειας) στο 19% ($6,4 δισ.). Αυτές οι ζημιές μπορεί να διπλασιαστούν, εάν προστεθούν και οι έμμεσες ζημιές. Πράγματι, ο τουρκικός ΣΕΒ εκτίμησε τις συνολικές ζημιές στα $80 δισ., ή στο 10% του ΑΕΠ.
Η Υπηρεσία των Moody’s RMS Europe Earthquake Models έχει εκτιμήσει τις συνολικές άμεσες οικονομικές ζημιές στα $25 δισ., ενώ τις ασφαλισμένες ζημιές (κτήρια, περιεχόμενα, διακοπή εργασιών επιχειρήσεων) ιδιωτών και επιχειρήσεων στα $5 δισ.
Τα κτήρια που έχουν καταστραφεί ανέρχονται σε 335.000. Εάν τα μισά από αυτά είναι ασφαλισμένα (για 190.000 τουρκικές λίρες για την κάθε κατοικία), φαίνεται ότι οι υφιστάμενες ασφαλιστικές καλύψεις του TCIP θα επαρκέσουν για την αποζημίωσή τους. Το κρίσιμο ερώτημα είναι τι θα συμβεί με τα ανασφάλιστα κτήρια. Προφανώς θα τα πληρώσει ο κρατικός προϋπολογισμός.
Η Ελλάδα βρίσκεται για μια ακόμα φορά απροετοίμαστη για την αποζημίωση των ζημιών από φυσικές καταστροφές. Αντί της ex ante αντιμετώπισης των ζημιών, η χώρα αναζητά κεφάλαια ex post για την αποζημίωση των πληγέντων, με έκτακτες επιβαρύνσεις του κρατικού προϋπολογισμού, σε περίπτωση επέλευσης καταστροφικού κινδύνου.
Η χώρα έκανε μια πρώτη προσπάθεια δημιουργίας ενός συστήματος ασφάλισης σεισμών το 1997, όταν το Πανεπιστήμιο Πειραιώς ετοίμασε σχετικό νομοσχέδιο, αλλά αυτό δεν εισήχθη στη Βουλή, ενώ ο σεισμός του 1999 κόστισε €4,5 δισ. (η μεγαλύτερη ζημιά από σεισμούς στην Ευρώπη στα τελευταία 20 χρόνια), με κολοσσιαία επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού.
Μια νέα προσπάθεια έγινε αργότερα, το 2014, αλλά είχε εν τω μεταξύ θεσπιστεί ο νέος φόρος ακινήτων ΕΝΦΙΑ, οπότε η τότε κυβέρνηση δεν μπορούσε να επιβαρύνει τα νοικοκυριά με το επιπλέον υποχρεωτικό ασφάλιστρο για τους σεισμούς.
Τώρα έχουν πλέον παρέλθει 20 χρόνια χωρίς μεγάλες ζημιές από σεισμούς, αλλά αυτή είναι μια καλή ευκαιρία να ξανασκεφτούμε την ασφαλιστική κάλυψη των κατοικιών για όλους τους καταστροφικούς κινδύνους (σεισμούς, πλημμύρες, φωτιές από δάση, κατολισθήσεις κ.λπ.). Δεν πρέπει να χαθεί και αυτή η ευκαιρία, διότι, εν τω μεταξύ, βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη τα φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής λόγω της προϊούσας καταστροφής του περιβάλλοντος, με συνέπεια τη δραματική και συνεχή αύξηση της συχνότητας και της έντασης των καταστροφικών κινδύνων. Προς το παρόν, οι ασφαλιστικές αγορές έχουν καταφέρει να ανταποκριθούν στις μεγάλες ετήσιες ζημιές από καταστροφικούς κινδύνους, με την επιστράτευση τόσο των αντασφαλιστικών μηχανισμών όσο και των Catastrophe Bonds. Όμως, είναι τέτοια η συχνότητα και η ένταση των ζημιών παγκοσμίως, που σε όλες τις χώρες αναζητούνται σχήματα συνεργασίας του Δημόσιου με τον Ιδιωτικό τομέα για την από κοινού διαχείριση των ζημιών.
Στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς έχει γίνει μια εκτεταμένη επισκόπηση όλων των εθνικών συστημάτων ασφάλισης φυσικών καταστροφών. Όσον αφορά στην Ελλάδα, έχει δημιουργηθεί μια πλήρης βάση δεδομένων με όλες τις κατοικίες της χώρας, οι οποίες έχουν ταξινομηθεί με βάση το έτος κατασκευής, τα υλικά κατασκευής, τη Ζώνη Επικινδυνότητας, την ύπαρξη ασφαλιστικής κάλυψης, και τον ταχυδρομικό κώδικα. Σε αυτή τη βάση δεδομένων έχουν χρησιμοποιηθεί τα 4 διεθνή μοντέλα εκτίμησης ζημιών από σεισμούς, οπότε έχουν εκτιμηθεί όλα τα δυνατά σενάρια ασφάλισης και αντασφάλισης των σχετικών κινδύνων.
Προκειμένου να παρασχεθούν στην Πολιτεία οι βασικές εναλλακτικές λύσεις για την οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία ενός ασφαλιστικού συστήματος φυσικών καταστροφών για τις κατοικίες της χώρας, αναπτύσσονται παρακάτω δύο εναλλακτικές επιλογές και παρουσιάζονται τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα εκάστης εξ αυτών.
Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της προσέγγισης είναι τα εξής:
Το καλύτερο παράδειγμα ενός τέτοιου μοντέλου αποτελεί η Γαλλία. Εκεί, η πρόσθετη ασφάλιση φυσικών καταστροφών προστίθεται στο υφιστάμενο ασφαλιστήριο περιουσίας. Το ασφάλιστρο ήταν μέχρι το 1996 στο 9% του ασφαλίστρου περιουσίας, και μετά το 1996 αυξήθηκε στο 12%. Η ασφάλιση περιουσίας καλύπτει τις περισσότερες κατοικίες στη Γαλλία. Οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν ισχυρά κίνητρα να αντασφαλίζονται κατά τουλάχιστον 60% στον κρατικό αντασφαλιστικό οργανισμό, με σύμβαση Quota Share και ποσοστό αντασφαλιστικής προμήθειας αρχικά στο 25%, και μετά το 1996 στο 0%. Ο κρατικός αντασφαλιστικός φορέας συσσώρευσε σημαντικά αποθέματα εξισορρόπησης μέχρι το 1996, οπότε συνέβησαν τεράστιες καταστροφές από πλημμύρες, που απορρόφησαν όλο το απόθεμα και ανάγκασαν το γαλλικό κράτος να συνεισφέρει επιπλέον €500 εκατ.
Μια σχετική μελέτη για την περίοδο 1982-2004 έδειξε ότι το μέσο «ποσοστό ζημιών» ήταν 58%, και το γεγονός αυτό οδήγησε σε συσσωρευμένα κέρδη €7,2 δισ., τα οποία διανεμήθηκαν μέσω των ετησίων κερδών των ασφαλιστικών εταιρειών. Εάν τα κέρδη αυτά συγκροτούσαν ένα απόθεμα εξισορρόπησης, δεν θα χρειαζόταν η εν συνεχεία αύξηση των ασφαλίστρων κατά 33%.
Για την Ελλάδα, τα τρία μεγαλύτερα μειονεκτήματα της προσέγγισης αυτής είναι: (α) ότι η ασφαλιστική διείσδυση δεν πρόκειται να υπερβεί το 30% – 35%, (β) η αδυναμία συγκρότησης αποθέματος εξισορρόπησης, και (γ) ποιος θα πληρώσει τις ανασφάλιστες ζημιές, που θα είναι συντριπτικά μεγαλύτερες από τις ασφαλισμένες.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η Ρουμανία, την προηγούμενη δεκαετία, θέσπισε ένα τέτοιο σύστημα ασφάλισης καταστροφών, αλλά μετά από πολλές παλινδρομήσεις και διορθώσεις, τελικά υιοθέτησε το μοντέλο του κρατικού ασφαλιστικού οργανισμού της Τουρκίας.
Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της προσέγγισης είναι τα εξής:
Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της πρότασης είναι ότι ο κρατικός φορέας θα δημιουργήσει ένα διαρκώς αυξανόμενο απόθεμα εξισορρόπησης, το οποίο σε βάθος χρόνου θα βελτιώνει συνεχώς το ασφαλιστικό capacity του οργανισμού. Και η χώρα θα αποκτήσει ένα από τα καλύτερα συστήματα ασφάλισης καταστροφικών κινδύνων διεθνώς.
Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News