

Η Έκθεση της ΕΙΟΠΑ, που δημοσιεύτηκε στις 18 Ιανουαρίου, εξετάζει την οικονομική ευμάρεια των καταναλωτών και των μικρών επιχειρήσεων με βάση το αν κατέχουν ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά προϊόντα αποταμίευσης. Τα ευρήματά της στηρίζονται στα αποτελέσματα της έκτακτης έρευνας Eurobarometer, που πραγματοποιήθηκε από την EIOPA και άλλους σχετικούς φορείς.
Η έκθεση της EIOPA για τις καταναλωτικές τάσεις αποκαλύπτει ότι η πρόσβαση σε οικονομικά προσιτά ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά προϊόντα, ευθυγραμμισμένα με τις ανάγκες των καταναλωτών, παραμένει χαμηλή: όπως προκύπτει από την έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, πάνω από το ένα τρίτο των Ευρωπαίων καταναλωτών δεν διαθέτουν κανένα αποταμιευτικό προϊόν και οι περισσότεροι από τους μισούς ανησυχούν ότι δεν θα έχουν αρκετά χρήματα για μια άνετη ζωή στη σύνταξη.
Ειδικά όσον αφορά το τελευταίο, η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη χειρότερη θέση στην Ευρώπη, με μόλις το 30% των Ελλήνων να δηλώνουν σίγουροι για την οικονομική τους ικανότητα να ζήσουν άνετα κατά τη διάρκεια της συνταξιοδότησης, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών (45%).
Ενώ η πρόσβαση σε ασφαλιστικά προϊόντα φαίνεται να είναι πιο διαδεδομένη σε όλη την Ευρώπη, αυτό οφείλεται στα υποχρεωτικά προϊόντα ασφάλισης αυτοκινήτων (58%) –υποχρεωτική σε όλα τα κράτη μέλη– και ασφάλισης νοικοκυριού (63%), τα οποία αποτελούν ένα μεγάλο μέρος του συνόλου των ασφαλίσεων, ενώ η διείσδυση σε άλλα προϊόντα παραμένει χαμηλή.
Σύμφωνα με την Έκθεση, η επιδείνωση του μακροοικονομικού τοπίου και η απότομη αύξηση του πληθωρισμού ασκούν πιέσεις στους καταναλωτές, οι οποίοι ενδέχεται να αναγκαστούν να καθυστερήσουν την αγορά της αναγκαίας ασφαλιστικής κάλυψης, να παραλείψουν τις τακτικές πληρωμές ασφαλίστρων ή να καθυστερήσουν τις προαιρετικές εισφορές τους σε συνταξιοδοτικά προγράμματα. Η έρευνα δείχνει ότι οι ανησυχίες για την οικονομική προσιτότητα και οι δημοσιονομικοί περιορισμοί είναι ήδη οι κύριοι λόγοι που εμποδίζουν τους καταναλωτές (19%) και τις μικρές επιχειρήσεις να αγοράσουν νέες ασφαλίσεις ή να ανανεώσουν τα υφιστάμενα συμβόλαιά τους. Ο υψηλότερος πληθωρισμός έχει επίσης αρνητική επίδραση στις πραγματικές αποδόσεις για τους καταναλωτές, μειώνοντας το μελλοντικό διαθέσιμο εισόδημά τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, η EIOPA εκτιμά ότι οι διαδικασίες σχεδιασμού και διανομής προϊόντων με επίκεντρο τον καταναλωτή μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση της οικονομικής ευμάρειας των καταναλωτών. Αν και η έκθεση σημειώνει θετικές εξελίξεις από αυτή την άποψη στην Ευρώπη, εξακολουθούν να υπάρχουν περιπτώσεις κακού σχεδιασμού προϊόντων και ανησυχίες σχετικά με την ανταποδοτικότητα ορισμένων προϊόντων unit-linked. Η συνεχιζόμενη ψηφιοποίηση του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού τομέα συνεπάγεται επίσης τη διεύρυνση της πρόσβασης σε ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά προϊόντα και υπηρεσίες, τη φθηνότερη παροχή αυτών και τη βελτίωση της τιμολόγησης. Ωστόσο, οι τάσεις ψηφιοποίησης απαιτούν στενή παρακολούθηση, λόγω των κινδύνων στον κυβερνοχώρο και των πιθανών πρακτικών διαφορετικής τιμολόγησης.
Τα στοιχεία της έκθεσης αποκαλύπτουν μια μεγάλη αύξηση της πώλησης προϊόντων με χαρακτηριστικά βιωσιμότητας τα τελευταία χρόνια. Δεδομένης της αυξανόμενης ζήτησης των καταναλωτών για αυτού του είδους τα προϊόντα, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι oι ισχυρισμοί των παρόχων δεν είναι παραπλανητικοί ή αβάσιμοι.
Ορισμένες εθνικές εποπτικές αρχές ανέφεραν ήδη ότι διαπίστωσαν ενδείξεις “περιβαλλοντικού ξεπλύματος” (greenwashing) στις αγορές τους και το 58% των αρχών που απάντησαν δήλωσαν ότι σχεδιάζουν να αναλάβουν δράσεις για την αντιμετώπιση του greenwashing.
Η έκθεση υπογραμμίζει, επίσης, την ύπαρξη κενού τόσο στην ασφάλιση όσο και στις συντάξεις –συμπεριλαμβανομένου του κενού μεταξύ των δύο φύλων, όσον αφορά την πρόσβαση σε ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά προϊόντα. Οι μισοί από τους καταναλωτές και τις μικρές επιχειρήσεις δεν έχουν καμία κάλυψη έναντι φυσικών καταστροφών, ενώ το 69% των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων δεν έχουν ασφάλιση έναντι των κυβερνοκινδύνων. Η αυξανόμενη συχνότητα εκδήλωσης συστημικών συμβάντων, όπως πανδημίες, ακραία καιρικά φαινόμενα και κυβερνοεπιθέσεις, ενδέχεται να καταστήσει τα συμβόλαια που τα καλύπτουν ασύμφορα ή μη διαθέσιμα. Οι υψηλές τιμές και οι αυστηρότεροι όροι και προϋποθέσεις, ιδίως στις εξαιρέσεις, ενδέχεται να αφήσουν τους καταναλωτές και τις μικρές επιχειρήσεις λιγότερο προστατευμένους και περισσότερο εκτεθειμένους σε απώλειες.
Η επικεφαλής της EIOPA, κα Petra Hielkema, δήλωσε: «Τα τελευταία χρόνια, οι φορείς χάραξης πολιτικής, οι ρυθμιστικές αρχές και οι πάροχοι υπηρεσιών προσπάθησαν να διασφαλίσουν ότι οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες συμβάλλουν στην οικονομική ευημερία των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, βοηθώντας τους να αντιμετωπίσουν τις απρόβλεπτες δαπάνες με την ασφάλιση και να αποταμιεύσουν για τη συνταξιοδότηση μέσω καλά σχεδιασμένων συνταξιοδοτικών προϊόντων. Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί, οι ανησυχίες παραμένουν και η αντιμετώπισή τους έχει γίνει ακόμη πιο σημαντική υπό το φως των πρόσφατων αναταράξεων. Εντός των τομέων δράσης μας, η τρέχουσα κρίση του κόστους ζωής πρέπει να παροτρύνει τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων σε όλη την παραγωγική αλυσίδα να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα, με λύσεις επικεντρωμένες στον καταναλωτή, και έτσι να ανακουφίσουν τους πολίτες και τους ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων που αγωνίζονται να τα βγάλουν πέρα».
Από την Ελλάδα συμμετείχαν στην έρευνα της ΕΙΟPA 1.032 άτομα. Διεξήχθη το διάστημα 22/6/22 – 30/6/22. Ας δούμε τι απάντησαν…
Σε περίπτωση φυσικών καταστροφών
Τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ε.Ε. ήταν: 29%, 22%, 22%, 14% και 13%.
Σε περίπτωση επείγουσας ιατρικής επέμβασης/περίθαλψης
Τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ε.Ε. ήταν: 16% 27%, 11%, 37% και 9%.
Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και απώλειας του μηνιαίου εισοδήματος
Τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ε.Ε. ήταν: 6%, 20%, 10%, 41% και 23%.
71% των καταναλωτών στην Ελλάδα θεωρούν ότι τουλάχιστον ένα ασφαλιστικό προϊόν (που επί του παρόντος δεν έχουν) θα ήταν σημαντικό για την εξασφάλιση της οικονομικής τους ευμάρειας (Ε.Ε.: 66%).
21% δεν θεωρούν σημαντική για την οικονομική τους ευμάρεια μια πρόσθετη ασφάλιση (πέραν της ασφάλισης που ήδη κατέχουν), έναντι 21% στην Ε.Ε. Το 9% απάντησε δεν ξέρω/δεν απαντώ (13% στην Ε.Ε.).
Το 49% συμφωνεί ή τείνει να συμφωνήσει ότι, σε περίπτωση απαίτησης, θα λάβει αποζημίωση σύμφωνη με την αντίληψη που έχει για την ασφαλιστική κάλυψη (Ε.Ε.: 55%). Αντίθετα, το 38% υποστηρίζει το ακριβώς αντίθετο (27% τείνουν να διαφωνήσουν και 11% διαφωνούν απόλυτα). Τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ε.Ε. διαμορφώνονται σε 25% και 8%.
Βάση: Όσοι προσδιορίζουν ένα είδος ασφαλιστηρίου συμβολαίου ως σημαντικό για την οικονομική τους ευμάρεια, αλλά δεν αγόρασαν/ανανέωσαν το συμβόλαιό τους. Επιτρέπονταν πολλαπλές απαντήσεις.
Το 29% και το 48%, αντίστοιχα, συμφωνεί ή τείνει να συμφωνεί ότι δεν θα ήξερε πώς να επαληθεύσει αν ένα ασφαλιστικό προϊόν είναι πράγματι βιώσιμο. Στο ίδιο περίπου μέγεθος κυμαίνονται τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ε.Ε.: 26% και 51%.
Το 29% και το 50%, αντίστοιχα, συμφωνεί ή τείνει να συμφωνεί ότι είναι δύσκολο να γνωρίζει πραγματικά αν ένα προϊόν είναι βιώσιμο, καθώς η τεκμηρίωση που παρέχεται είναι πολύ περίπλοκη για να γίνει κατανοητή. Τα ποσοστά των απαντήσεων στην Ε.Ε. είναι τα εξής: 22% και 53%.
Διαβάστε επίσης: EIOPA: Τι απάντησαν 351 ελληνικές ΜμΕ για την ασφάλισή τους
Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News