

Συνέντευξη στον Δημήτρη Ρουχωτά
Στ.Π.: Κατ’ αρχάς θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την ευκαιρία που μου δίνετε να μιλήσω στο έντυπό σας και να συγχαρώ για την ποιότητά του και τις υπηρεσίες που προσφέρει στην ελληνική ασφαλιστική αγορά.
Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσής μου είναι η σύνταξη των οικονομικών και εποπτικών αναφορών της Εταιρείας μας, η ανάλυση των οικονομικών μεγεθών για σκοπούς πληροφόρησης της Διοίκησης, η εναρμόνιση με τις διατάξεις των νέων λογιστικών προτύπων και η κατάρτιση του επιχειρηματικού σχεδίου.
Έχω ήδη επαφές και συνεργασία με συνάδελφους σε άλλες ασφαλιστικές εταιρείες και συμφωνώ ότι μία πιο θεσμοθετημένη επαφή θα βοηθούσε ιδιαίτερα, ώστε να βελτιώνεται η ποιότητα της εργασίας σε όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου, να επιλύονται τυχόν απορίες και θέματα που προκύπτουν και να διαχέονται οι νέες ιδέες.
Στ.Π.: Το νέο εποπτικό πλαίσιο της Φερεγγυότητας ΙΙ, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 2016, έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, και συγκεκριμένα στον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων τους, στην εκτίμηση και αξιολόγηση των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται, στη δομή της εταιρικής διακυβέρνησης και στην πληροφόρηση την οποία υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή ή και δημοσιεύουν στην Έκθεση Φερεγγυότητας και Χρηματοοικονομικής Κατάστασης.
Η δομή, η μορφή και το περιεχόμενο της πληροφόρησης που υποβάλλεται στην Εποπτική Αρχή ή δημοσιεύεται, η οποία αποτελεί τον Πυλώνα ΙΙΙ, καθορίζεται με σαφήνεια από ευρωπαϊκές οδηγίες και εφαρμοστικές πράξεις, καθώς και από την ελληνική νομοθεσία.
Αυτό αποτελεί σημαντικό πλεονέκτημα, καθώς πλέον τίθεται ένα ομοιόμορφο πλαίσιο που επιτρέπει ασφαλέστερες συγκρίσεις μεταξύ επιχειρήσεων του κλάδου.
Στην ομοιομορφία αλλά και αξιοπιστία των ποσοτικών στοιχείων της Έκθεσης Φερεγγυότητας και Χρηματοοικονομικής Κατάστασης συντελεί και ο έλεγχος που πραγματοποιείται ετησίως από τους ορκωτούς ελεγκτές της εκάστοτε εταιρείας.
Πριν από την εφαρμογή της Φερεγγυότητας ΙΙ, υπήρχε απαίτηση για τη δημοσίευση σε εξαμηνιαία βάση της «Συνοπτικής Οικονομικής Κατάστασης», η οποία προσέφερε μεν σημαντική πληροφόρηση στους χρήστες της, το περιεχόμενό της ήταν, όμως, πιο περιορισμένο σε σχέση με τα στοιχεία του Πυλώνα ΙΙΙ και δεν ελεγχόταν από ορκωτούς ελεγκτές. Επομένως, σε αυτά τα σημεία έχουμε συγκεκριμένη και μετρήσιμη πρόοδο.
Η κατανόηση από τους ασφαλισμένους και το επενδυτικό κοινό των δημοσιοποιούμενων στοιχείων εξαρτάται από τη φύση αυτών.
Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις ενδεχομένως να έχουν τη δυνατότητα να αναλύσουν απευθείας τις δημοσιευμένες πληροφορίες και να αντλήσουν τα συμπεράσματα που χρειάζονται σε ό,τι αφορά τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που εξετάζουν.
Οι μικρότερες επιχειρήσεις και οι ιδιώτες, που πιθανόν να μην έχουν τέτοια δυνατότητα, σε ό,τι αφορά όλα τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις δημοσιεύσεις, έχουν πρόσβαση σε αναλύσεις που πραγματοποιούνται επί αυτών των στοιχείων από θεσμικούς φορείς, όπως η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος και τα ασφαλιστικά ή άλλα οικονομικά έντυπα.
Το γεγονός, επομένως, ότι η πληροφορία που είναι διαθέσιμη σε ασφαλιστικούς και οικονομικούς αναλυτές προς σύνοψη και εξαγωγή συμπερασμάτων είναι περισσότερο συγκρίσιμη μεταξύ των εταιρειών, καθώς και πιο αναλυτική και αξιόπιστη, αποτελεί επίσης ένα σημαντικό βήμα μπροστά.
Σίγουρα δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι όλα είναι τέλεια και δεν υπάρχουν περαιτέρω περιθώρια βελτίωσης.
Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο των ποσοτικών και ποιοτικών στοιχείων, παρατηρούμε ότι η ίδια η Ευρωπαΐκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (EIOPA), μέσω ερωτηματολογίων αλλά και της διαδικασίας της εποπτείας, λαμβάνει συνεχώς σχόλια και πληροφόρηση από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις σχετικά με την εφαρμογή του Πυλώνα ΙΙΙ και των λοιπών Πυλώνων της Φερεγγυότητας ΙΙ, και προβαίνει σε βελτιώσεις και τροποποιήσεις των κανόνων ώστε να επιτυγχάνεται μεγαλύτερη ομοιομορφία.
Σε ό,τι αφορά την επεξεργασία των στοιχείων από θεσμικούς φορείς και έντυπα, αυτή επιτυγχάνεται σε έναν βαθμό, κυρίως αναφορικά με τους εποπτικούς δείκτες, αλλά μπορεί να επεκταθεί περισσότερο, ώστε να συμπεριλαμβάνει όλα τα διαθέσιμα ποσοτικά στοιχεία του Πυλώνα ΙΙΙ που δημοσιεύονται, συμπεριλαμβανομένων και των οικονομικών, μη εποπτικών στοιχείων.
Στην κατεύθυνση αυτή βοηθάει η δημοσιοποίηση από την EIOPΑ στοιχείων αγοράς για κάθε χώρα με βάση τα ποσοτικά στοιχεία της Έκθεσης Φερεγγυότητας και Χρηματοοικονομικής Κατάστασης, και θα βοηθούσε και η περαιτέρω συνεργασία μεταξύ φορέων του κλάδου (ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ΕΑΕΕ, αναλυτές), ώστε να διερευνηθούν οι δυνατότητες παραγωγής βέλτιστων αναλύσεων με βάση τα νέα στοιχεία που είναι διαθέσιμα.
Το ΔΠΧΑ 17 αποτελεί τη μεγαλύτερη αλλαγή στη λογιστική των ασφαλιστικών επιχειρήσεων για δεκαετίες. Είναι αλήθεια ότι το κόστος αλλά και η προσπάθεια που θα απαιτηθούν είναι σημαντικές. Δεν έχω αμφιβολία, όμως, ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα θα αντιμετωπίσουν με επιτυχία όλες τις προκλήσεις.
Η Εθνική Ασφαλιστική βλέπει την προσαρμογή στο ΔΠΧΑ 17 ακριβώς έτσι, δηλαδή σαν ευκαιρία για μία συνολική αναθεώρηση των διαδικασιών επιμέτρησης, αποτίμησης, αποτύπωσης και γνωστοποίησης αναλογιστικών και οικονομικών στοιχείων και τη βελτίωση της εσωτερικής και εξωτερικής της πληροφόρησης.
Στ.Π.: Το ΔΠΧΑ 17 αποτελεί τη μεγαλύτερη αλλαγή στη λογιστική των ασφαλιστικών επιχειρήσεων για δεκαετίες. Έρχεται ουσιαστικά να αντικαταστήσει το ΔΠΧΑ 4, το οποίο αποτελούσε ενδιάμεσο λογιστικό πρότυπο (βασιζόταν δηλαδή στις λογιστικές πρακτικές που ακολουθούσε η κάθε εταιρεία μέχρι τότε, επιβάλλοντας περιορισμένες προσαρμογές), και αποτελεί μία πλήρη και ολοκληρωμένη προσέγγιση της λογιστικής των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Είναι αλήθεια ότι το κόστος αλλά και η προσπάθεια που θα απαιτηθούν είναι σημαντικές. Θα απαιτηθούν αλλαγές τόσο σε επίπεδο κλάδων, στον αναλογισμό, τα μηχανογραφικά συστήματα και φυσικά τη λογιστική αποτύπωση και τις αναφορές.
Δεν έχω αμφιβολία, όμως, ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα θα αντιμετωπίσουν με επιτυχία όλες τις προκλήσεις και θα καταφέρουν να το εφαρμόσουν εμπρόθεσμα, όπως έγινε και με τη μετάβαση στη Φερεγγυότητα ΙΙ, η οποία, παρά το μέγεθος της προσαρμογής και των αλλαγών που απαίτησε, ήταν επιτυχής.
Όπως και με τη Φερεγγυότητα ΙΙ για τις εποπτικές αναφορές, έτσι και με το ΔΠΧΑ 17 θα επιτευχθεί μεγαλύτερη ομοιομορφία στις οικονομικές αναφορές μεταξύ των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, τόσο εγχώρια, όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.
Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις πλέον θα ακολουθούν τους ίδιους λογιστικούς κανόνες και τις ίδιες αρχές, και αυτό θα επιτρέπει τη συγκρισιμότητα και την ασφαλέστερη εξαγωγή συμπερασμάτων από τις οικονομικές καταστάσεις.
Το νέο πρότυπο δεν δίνει έμφαση στον όγκο της παραγωγής αλλά στον εντοπισμό των πραγματικών εσόδων και εξόδων από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, στον προσδιορισμό του κέρδους που προκύπτει από αυτά και στον επιμερισμό του κατά τη διάρκεια του συμβολαίου κατά τρόπο διαφανή και συγκεκριμένο, διαχωρίζοντας τα ζημιογόνα συμβόλαια και αναγνωρίζοντας τη ζημιά άμεσα, λαμβάνοντας υπόψη και προσαρμογή για τον κίνδυνο που είναι εγγενής στα συμβόλαια αυτά.
Επιπλέον, απαιτεί τον διαχωρισμό των συμβολαίων σε κοορτές (cohorts) με συγκεκριμένα κριτήρια, ένα από τα οποία είναι τα συμβόλαια να έχουν εκδοθεί εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει το ένα έτος. Η προσαρμογή των μηχανογραφικών συστημάτων ώστε να αποθηκεύουν και να επεξεργάζονται τα στοιχεία με μεγαλύτερη ανάλυση θα δώσει τη δυνατότητα στους αναλυτές των εταιρειών να λαμβάνουν πιο στοχευμένη πληροφόρηση, τόσο για εσωτερικές, όσο και για εξωτερικές αναφορές.
Τα παραπάνω οφέλη καταδεικνύουν ότι η προσαρμογή στο ΔΠΧΑ 17 αποτελεί τόσο πρόκληση όσο και ευκαιρία για τις επιχειρήσεις να αναδιαρθρώσουν συνολικά τις διαδικασίες τους για τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση, σε όλα τα στάδια της καταγραφής και αποτύπωσης οικονομικών στοιχείων.
Η Εθνική Ασφαλιστική βλέπει την προσαρμογή στο ΔΠΧΑ 17 ακριβώς έτσι, δηλαδή σαν ευκαιρία για μία συνολική αναθεώρηση των διαδικασιών επιμέτρησης, αποτίμησης, αποτύπωσης και γνωστοποίησης αναλογιστικών και οικονομικών στοιχείων και τη βελτίωση της εσωτερικής και εξωτερικής της πληροφόρησης.
Στα πλαίσια αυτά έχουμε ήδη ολοκληρώσει τη διαδικασία εντοπισμού των ελλείψεων (gap analysis) για την εφαρμογή του νέου Προτύπου, έχουμε σχεδιάσει τον οδικό χάρτη με τις ενέργειες που θα πρέπει να γίνουν, συνοδευόμενο από αναλυτικό χρονοδιάγραμμα, και προχωράμε άμεσα στην έναρξη της δεύτερης φάσης για την υλοποίηση του έργου. Σημαντικό στοιχείο είναι η εμπλοκή στο έργο μεγάλου αριθμού Διευθύνσεων της Εταιρείας μας, που θα διασφαλίσει την ομαλή διεξαγωγή του και το μέγιστο όφελος από την υλοποίησή του.
Στ.Π.: To ΔΠΧΑ 16 αφορά τις χρηματοδοτικές μισθώσεις, με βασική αλλαγή που επιφέρει σε σχέση με το Πρότυπο που αντικατάστησε, δηλαδή το ΔΛΠ 17, τη λογιστική αντιμετώπιση των λειτουργικών μισθώσεων από την πλευρά του μισθωτή κατά τρόπο αντίστοιχο των χρηματοδοτικών μισθώσεων.
Με απλά λόγια αυτό σημαίνει ότι, όταν μία επιχείρηση συνάπτει μία σύμβαση μίσθωσης ενός ακινήτου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου, δεν θα αναγνωρίζει απλά το μίσθωμα ως έξοδο στα αποτελέσματά της ανά μήνα, αλλά θα δημιουργεί ένα περιουσιακό στοιχείο, το οποίο θα αντιστοιχεί στην αξία της σύμβασης που σύναψε, και μία αντίστοιχη υποχρέωση.
Η επίπτωση στα λογιστικά και τα εποπτικά κεφάλαια των ασφαλιστικών επιχειρήσεων αναμένεται να είναι πολύ μικρή έως αμελητέα. Aφενός, γιατί τα έξοδα για μισθώσεις αποτελούν σχετικά μικρό τμήμα των συνολικών εξόδων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και, αφετέρου, γιατί τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις που θα σχηματισθούν δεν αναμένεται να έχουν μεγάλη διαφορά μεταξύ τους και έτσι η καθαρή επίπτωση στα ίδια κεφάλαια δεν θα είναι σημαντική.
Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση κατά την οποία μισθώνεται άυλο περιουσιακό στοιχείο (π.χ. λογισμικό) που δεν θα αναγνωρισθεί στον ισολογισμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, ο οποίος όμως θα επιβαρυνθεί με τη σχετική υποχρέωση.
Η αντιμετώπιση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων που σχηματίζονται για σκοπούς υπολογισμού της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας δεν ήταν σαφής μέχρι τις αρχές Μαΐου, όταν η EIOPA εξέδωσε διευκρινίσεις ως προς τα κονδύλια του ισολογισμού Φερεγγυότητας ΙΙ στα οποία θα πρέπει να καταχωρούνται αυτά τα περιουσιακά στοιχεία.
Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις αυτές, τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να καταχωρούνται στο κονδύλι που αντιστοιχεί στα υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία. Για παράδειγμα, εφόσον πρόκειται για μισθώσεις ακινήτων, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στα ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι και η αντιμετώπισή τους για σκοπούς υπολογισμού κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας θα είναι αντίστοιχη με εκείνη των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων. Σε κάθε περίπτωση, η επίπτωση δεν αναμένεται να είναι σημαντική για τις ασφαλιστικές εταιρείες στην Ελλάδα.
Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν πλέον αντιληφθεί την αναγκαιότητα του ψηφιακού μετασχηματισμού.
Η Εθνική Ασφαλιστική είναι σε διαδικασία αναβάθμισης των συστημάτων και υπηρεσιών της με τέσσερις βασικούς άξονες στρατηγικής.
Στ.Π.: Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν πλέον αντιληφθεί την αναγκαιότητα του ψηφιακού μετασχηματισμού, με την πρόκληση να είναι η εύρεση της βέλτιστης τομής μεταξύ των νέων ψηφιακών υπηρεσιών και της διατήρησης ανθρώπινου προσώπου προς τον ασφαλισμένο.
Η Εθνική Ασφαλιστική είναι σε διαδικασία αναβάθμισης των συστημάτων και υπηρεσιών της με τέσσερις βασικούς άξονες στρατηγικής:
Ο στόχος είναι η προσφορά ταχύτερων και ουσιαστικότερων υπηρεσιών, εφαρμόζοντας καινοτόμες τεχνολογίες, με κατανόηση των επιθυμιών του πελάτη.
Στ.Π.: Η παραπάνω εικόνα αποτελεί εν μέρει απόρροια της παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης που ταλάνισε την ελληνική οικονομία από τις αρχές της δεκαετίας, η οποία είχε σημαντικές επιπτώσεις στον ασφαλιστικό κλάδο, κυρίως σε ό,τι αφορά στη μείωση της παραγωγής.
Συγκεκριμένα, η παραγωγή των Γενικών Κλάδων για το σύνολο της αγοράς έχει μειωθεί πάνω από 30% από το 2010 (από περίπου €3 δισ. το 2010 σε €2 δισ. το 2018) και η παραγωγή της αστικής ευθύνης οχημάτων κατά 50%.
Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι αποζημιώσεις συσχετίζονται με την παραγωγή, όταν δηλαδή η παραγωγή μας συρρικνώνεται, είναι λογικό να συρρικνώνεται και το ύψος των αποζημιώσεων περίπου αναλογικά. Ειδικά δε κατά τα χρόνια της ύφεσης, παρατηρήθηκε σε ορισμένους κλάδους, μεταξύ των οποίων και το αυτοκίνητο, και περαιτέρω συρρίκνωση των αποζημιώσεων σε σχέση με τη μείωση της παραγωγής, λόγω μειωμένης χρήσης των οχημάτων.
Τα έξοδα όμως, ειδικά τα έξοδα διαχείρισης, είναι λογικό να μην έχουν την ίδια ελαστικότητα με τις αποζημιώσεις, με αποτέλεσμα μία βίαιη μείωση της παραγωγής, δηλαδή του παρονομαστή των εν λόγω δεικτών, να οδηγήσει σε αύξηση του δείκτη εξόδων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2010, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΑΕΕ, για τις ασφαλίσεις αστικής ευθύνης χερσαίων οχημάτων, ο δείκτης ζημιών της αγοράς ήταν 60%, ενώ ο δείκτης εξόδων (διαχείρισης και προμηθειών) ήταν μόλις 29%. O συσχετισμός δηλαδή των δύο δεικτών ήταν εντελώς αντίθετος από ό,τι είναι σήμερα.
Με τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας να διαφαίνονται καλύτερες για την επόμενη δεκαετία και με τα πρώτα σημάδια σταθεροποίησης ή και ανάκαμψης της παραγωγής της ασφαλιστικής αγοράς να είναι ήδη ορατά, είναι προφανής η πρόκληση για όλες τις επιχειρήσεις της ελληνικής αγοράς να εκμεταλλευτούμε τη θετική συγκυρία και να αποκαταστήσουμε τις απώλειες της παραγωγής των προηγούμενων ετών, βάζοντας γερά θεμέλια για την ισχυρότερη διείσδυση της ιδιωτικής ασφάλισης στην Ελλάδα.
Η ανάπτυξη της παραγωγής θα προσδώσει νέα δυναμική στον κλάδο και θα επιλύσει σειρά προβλημάτων, όπως είναι και η ανισορροπία των δεικτών αποδοτικότητας.